εὔρυθμος: Difference between revisions
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
mNo edit summary |
m (Text replacement - "distd." to "distinguished") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyrythmos | |Transliteration C=eyrythmos | ||
|Beta Code=eu)/ruqmos | |Beta Code=eu)/ruqmos | ||
|Definition=ον, Ep. [[ἐΰρρυθμος]] <span class="bibl">Man.1.60</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rhythmical]], μουσικὴ εὔρυθμος, | |Definition=ον, Ep. [[ἐΰρρυθμος]] <span class="bibl">Man.1.60</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rhythmical]], μουσικὴ εὔρυθμος, distinguished fr. [[εὐμελής]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1341b26</span>; [[λέξις]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1409a21</span>; opp. [[ἔνρυθμος]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 11</span>,<span class="bibl">25</span>; εὔ. κρούματα <span class="bibl">Ar. <span class="title">Th.</span>121</span> (lyr.); εὔρυθμος [[πούς]] = [[moving in time]], [[keeping time]], ib.<span class="bibl">985</span> (lyr.); προβήματα <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span>759</span>; μέλος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>655a</span>; [[κίνησις]] ib.<span class="bibl">795e</span>; σφυγμὸς εὔρυθμος = a [[regular]] [[pulse]], Gal.19.409. Adv. [[εὐρύθμως]], καὶ [[μουσικῶς]] [[εἰπεῖν]] <span class="bibl">Isoc.13.16</span>; [[φέρεσθαι]] Plu.2.45e. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of persons, [[orderly]], [[graceful]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>326b</span> (Comp.), <span class="bibl"><span class="title">R.</span>413e</span>, etc.; [[εὔρυθμος βακτηρία]] = '[[the nice conduct of a cane]]', <span class="bibl">Antiph.33.4</span>. Adv. [[εὐρύθμως]] = [[gracefully]], <span class="bibl">E. <span class="title">Cyc.</span>563</span>; [[πέμπειν]] εὐ. τὸν κότταβον <span class="bibl">Pl.Com.47</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[well-proportioned]], [[well-fitted]], both of the [[armour]] and the [[body]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.10</span> (Comp.), ''ΙΙ''; τὸν πόδα εὔρυθμότερον τοῦ ὑποδήματος <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>2.7</span>; εὔρυθμον [[ὀρνίθιον]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>592b24</span>; φύλλα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.7</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">12.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> of [[surgical]] [[operation]]s, in Adv., [[neatly]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 31 October 2021
English (LSJ)
ον, Ep. ἐΰρρυθμος Man.1.60:—A rhythmical, μουσικὴ εὔρυθμος, distinguished fr. εὐμελής, Arist.Pol.1341b26; λέξις Id.Rh.1409a21; opp. ἔνρυθμος, D.H.Comp. 11,25; εὔ. κρούματα Ar. Th.121 (lyr.); εὔρυθμος πούς = moving in time, keeping time, ib.985 (lyr.); προβήματα Id.Pl.759; μέλος Pl.Lg.655a; κίνησις ib.795e; σφυγμὸς εὔρυθμος = a regular pulse, Gal.19.409. Adv. εὐρύθμως, καὶ μουσικῶς εἰπεῖν Isoc.13.16; φέρεσθαι Plu.2.45e. 2 of persons, orderly, graceful, Pl.Prt.326b (Comp.), R.413e, etc.; εὔρυθμος βακτηρία = 'the nice conduct of a cane', Antiph.33.4. Adv. εὐρύθμως = gracefully, E. Cyc.563; πέμπειν εὐ. τὸν κότταβον Pl.Com.47. 3 well-proportioned, well-fitted, both of the armour and the body, X.Mem.3.10.10 (Comp.), ΙΙ; τὸν πόδα εὔρυθμότερον τοῦ ὑποδήματος Thphr.Char.2.7; εὔρυθμον ὀρνίθιον Arist.HA592b24; φύλλα Thphr.HP3.18.7 (Comp.), cf. 12.9. 4 of surgical operations, in Adv., neatly, Hp.Off.4.
German (Pape)
[Seite 1094] in gehörigem Verhältniß, den Takt od. Rhythmus beobachtend, bes. von der Musik u. der Bewegung, κρούματα Ar. Th. 121; προβήματα Plut. 759; dah. auch πούς, Th. 985; μέλος ἢ σχῆμα Plat. Legg. II, 655 a; κἰνησις VII, 795 e; εὔρυθμον ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Rep. III, 413 e; τὸ εὔρυθμον τῇ καλῇ λέξει ἕπεται ὁμοιούμενον ib. 400 d; εὐρυθμοτέρους ποιῶ τοὺς θώρακας, besser passend, Xen. Mem. 3, 10, 9; auch σώματα, wohl proportionirt, ibd. 11; σφυγμός, gleichmäßiger Puls, Galen. – Adv. εὐρύθμως, z. B. θὲς τὸν ἀγκῶνα Eur. Cycl. 563; καὶ μουσικῶς εἰπεῖν Isocr. 13, 16; anständig, ἀμπέχεσθαι Ath. I, 21 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὔρυθμος: -ον, Ἐπικ. ἐΰρρυθμος, Μανέθων· - ῥυθμικός, Λατ. numerosus, concinnus, ἐπὶ μουσικοῦ ῥυθμοῦ ἢ χρόνου, μουσικὴ εὔρ., διακρινόμενον τοῦ εὐμελής, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7. 1· λέξις ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 8. 7· καὶ τοῦ ἔνρυθμος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11· εὔρ. κρούσματα Ἀριστοφ. Θεσμ. 121· εὔρ. πούς, κινούμενος ἐν ῥυθμῷ, φυλάττων «χρόνον», αὐτόθι 985· προβήματα ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 759· μέλος Πλάτ. Νόμ. 655Α· κίνησις αὐτόθι 795Ε· σφυγμὸς εὔρυθμος, κανονικός, Γαλην.· - Ἐπίρρ. εὐρύθμως εἰπεῖν Ἰσοκρ. 294Β. 2) ἐπὶ προσώπων, κόσμιος, ἐπίχαρις, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 413Ε, κτλ.· πιλίδιον ἁπαλόν, εὔρυθμος βακτηρία... ὅλως αὐτὴν ὁρᾶν γὰρ τὴν Ἀκαδήμειαν δοκῶ, ἐπὶ γέροντος Ἀκαδημεικοῦ φιλοσόφου, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀνταίῳ» 1. 4: - Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐρυθμίας, ἐπιχαρίτως, Εὐριπ. Κύκλ. 563· πέμπειν εὐρύθμως τὸν κότταβον Πλάτ. Κωμ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 44. 3)καλῶς ἁρμόττων, ὁ ἁρμόττων γάρ ἐστιν εὔρυθμος Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10 κἑξ.· εὔρ. ὀρνίθιον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5· φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 7, πρβλ. 12, 9. 4) ἐπὶ ἐγχειρήσεων, ἐν τῷ Ἐπιρρ., ἐπιτηδείως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien rythmé, bien cadencé;
2 bien proportionné, harmonieux ; gracieux;
Cp. εὐρυθμότερος.
Étymologie: εὖ, ῥυθμός.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔρυθμος, -ον)
1. (για μουσική ή λόγο) αυτός που έχει ωραίο, κανονικό ρυθμό
2. συμμετρικός, με αρμονική αναλογία τών μερών
μσν.-αρχ.
(για πρόσωπα) ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. καλά προσαρμοσμένος
2. (για τον σφυγμό) κανονικός
3. φρ. «εὔρυθμος πούς» — πόδι που κινείται με ρυθμό, που χορεύει σωστά, σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής
4. φρ. «εὔρυθμος βακτηρία» — η βέργα με την οποία σωφρονίζονται όσοι δεν προσέχουν νουθεσίες και υποδείξεις.
επίρρ...
ευρύθμως (ΑΜ εὐρύθμως)
ρυθμικά, με ωραίο ρυθμό
αρχ.
(για χειρουργό) με επιδέξια χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρυθμός].
Greek Monotonic
εὔρυθμος: -ον, 1. ρυθμικός, λέγεται για μουσικό χρόνο ή ρυθμό, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. αναλογικός, συμμετρικός, σε Ξεν.· λέγεται για πανοπλία, αυτή που εφαρμόζει καλά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔρυθμος:
1) слаженный, стройный, размеренный, мерный (κρούματα Arph.; κίνησις Plat.; μουσική Arst.);
2) соразмерный, изящный (σχῆμα Plat., σώματα Xen.; ὀρνίθιον Arst.);
3) хорошо пригнанный, хорошо сидящий (θώραξ Xen.).
Middle Liddell
εὔρυθμος, ον
1. rhythmical, of musical time or cadence, Ar., etc.
2. well-proportioned, Xen.; of armour, fitting well, Xen.