αυχένας: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[αὐχήν]], | |mltxt=ο (AM [[αὐχήν]], αὐχένος)<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαιμού, ο [[σβέρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τράχηλος]] της μήτρας<br /><b>2.</b> [[διάβαση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ράχες κορυφογραμμής, διάσελο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λαιμός]], [[τράχηλος]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] στενό [[τμήμα]] που συνδέει δύο άλλα πλατύτερα, [[λαιμός]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ισθμός]],[[πορθμός]]<br /><b>4.</b> (για την [[ξηρά]]) στενό [[πέρασμα]], [[χαράδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυχήν]] ([[πρβλ]]. αρμ. <i>awzi</i>--<i>k</i>' «[[λαιμός]], [[περιλαίμιο]]»), αιολ. <i>άμφην</i> (πιθ. και <i>αύφην</i>) [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], τα άμφηνκαι [[αυχήν]] πιθ. ανάγονται σε αρχικό τ. <i>άγχF</i>-<i>ην</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>amhu</i>- «[[στενός]]», ελλ. [[άγχω]]), από τον οποίο ο τ. [[αυχήν]] προέκυψε με [[πρόληψη]] του -<i>F</i>-. Η λ. [[αυχήν]] απαντά στον Όμηρο, στην Ιωνική-Αττική και στον Αριστοτέλη για να δηλώσει «τον λαιμό, τον σβέρκο του ανθρώπου ή των ζώων» ([[πρβλ]]. [[τράχηλος]]), μεταφορικά δε «τη [[λουρίδα]] γης, τον ισθμό ή τον πορθμό», ενώ στον Ηρόδοτο έχει την [[έννοια]] «του στενού, της στενής διάβασης». Τέλος, στην [[ανατομία]] ο όρος [[αυχήν]] χαρακτηρίζει [[μέρος]] του μηρού ή της μήτρας», στο [[ναυτικό]] δε [[λεξιλόγιο]] σημαίνει «τη [[λαβή]] του πηδαλίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[αυχένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυχενίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[εριαύχην]], [[πολυαύχην]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναύχην]] [[βρισαύχην]], [[βυσαύχην]], [[γυλιαύχην]], [[δολιχαύχην]], [[καμπυλαύχην]], [[κρατεραύχην]], [[κυρταύχην]], <i>λασταύχην</i>, [[μακραύχην]], [[μεγαλαύχην]], [[μεσαύχην]], [[πλατυαύχην]], [[ριψαύχην]], [[σκληραύχην]], <i>στε</i>(<i>ι</i>)<i>ναύχην</i>, [[στρεψαύχην]], [[τριαύχην]], [[υψαύχην]], [[υψηλαύχην]], [[φριξαύχην]], [[χλωραύχην]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:40, 7 June 2024
Greek Monolingual
ο (AM αὐχήν, αὐχένος)
1. το πίσω τμήμα του λαιμού, ο σβέρκος
νεοελλ.
1. ο τράχηλος της μήτρας
2. διάβαση ανάμεσα σε δύο ράχες κορυφογραμμής, διάσελο
αρχ.
1. λαιμός, τράχηλος
2. κάθε στενό τμήμα που συνδέει δύο άλλα πλατύτερα, λαιμός
3. (για τη θάλασσα) ισθμός,πορθμός
4. (για την ξηρά) στενό πέρασμα, χαράδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχήν (πρβλ. αρμ. awzi--k' «λαιμός, περιλαίμιο»), αιολ. άμφην (πιθ. και αύφην) είναι αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, τα άμφηνκαι αυχήν πιθ. ανάγονται σε αρχικό τ. άγχF-ην (πρβλ. αρχ. ινδ. amhu- «στενός», ελλ. άγχω), από τον οποίο ο τ. αυχήν προέκυψε με πρόληψη του -F-. Η λ. αυχήν απαντά στον Όμηρο, στην Ιωνική-Αττική και στον Αριστοτέλη για να δηλώσει «τον λαιμό, τον σβέρκο του ανθρώπου ή των ζώων» (πρβλ. τράχηλος), μεταφορικά δε «τη λουρίδα γης, τον ισθμό ή τον πορθμό», ενώ στον Ηρόδοτο έχει την έννοια «του στενού, της στενής διάβασης». Τέλος, στην ανατομία ο όρος αυχήν χαρακτηρίζει μέρος του μηρού ή της μήτρας», στο ναυτικό δε λεξιλόγιο σημαίνει «τη λαβή του πηδαλίου».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αυχένιος
αρχ.
αυχενίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. εριαύχην, πολυαύχην
αρχ.
αναύχην βρισαύχην, βυσαύχην, γυλιαύχην, δολιχαύχην, καμπυλαύχην, κρατεραύχην, κυρταύχην, λασταύχην, μακραύχην, μεγαλαύχην, μεσαύχην, πλατυαύχην, ριψαύχην, σκληραύχην, στε(ι)ναύχην, στρεψαύχην, τριαύχην, υψαύχην, υψηλαύχην, φριξαύχην, χλωραύχην.