κοινολογώ: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κοινολογῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />λέω [[κάτι]] στο κοινό, [[διαλαλώ]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[δημόσια]] γνωστό, [[κοινοποιώ]], [[διαδίδω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συζητώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κοινολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(με δοτ. ή [[περί]] <span style="color: red;">+</span> γεν.) [[συνομιλώ]] με κάποιον, [[συζητώ]], [[συσκέπτομαι]], [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «γράμματα κοινολογούμενα [[κατά]] μίμησιν» — γράμματα, [[σημεία]], που ερμηνεύονται με την κύρια [[σημασία]] τους <b>(Πορφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>ευφυο</i>-[[λογώ]], <i>σταχυο</i>-[[λογώ]]].
|mltxt=(AM κοινολογῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />λέω [[κάτι]] στο κοινό, [[διαλαλώ]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[δημόσια]] γνωστό, [[κοινοποιώ]], [[διαδίδω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συζητώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κοινολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(με δοτ. ή [[περί]] <span style="color: red;">+</span> γεν.) [[συνομιλώ]] με κάποιον, [[συζητώ]], [[συσκέπτομαι]], [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «γράμματα κοινολογούμενα [[κατά]] μίμησιν» — γράμματα, [[σημεία]], που ερμηνεύονται με την κύρια [[σημασία]] τους <b>(Πορφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. [[ευφυολογώ]], [[σταχυολογώ]]].
}}
}}

Revision as of 07:48, 24 August 2021

Greek Monolingual

(AM κοινολογῶ, -έω)
νεοελλ.-μσν.
λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω
μσν.
συζητώ
μσν.-αρχ.
μέσ. κοινολογοῦμαι, -έομαι
(με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», Θουκ.)
αρχ.
φρ. «γράμματα κοινολογούμενα κατά μίμησιν» — γράμματα, σημεία, που ερμηνεύονται με την κύρια σημασία τους (Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. ευφυολογώ, σταχυολογώ].