φιλοπράγμων: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filopragmon
|Transliteration C=filopragmon
|Beta Code=filopra/gmwn
|Beta Code=filopra/gmwn
|Definition=ον, gen. ονος, [[fond of business]]; mostly in bad sense, like [[πολυπράγμων]], [[meddlesome]], a [[busybody]], Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a [[comedy]] by [[Crito]]; τὸ [[φιλοπράγμον]], in good sense, Plu.2.515f. Adv. [[φιλοπραγμόνως]], Adv. Comp. φιλοπραγμονέστερον, φ. [[ἀναφέρειν]] τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5.
|Definition=ον, gen. ονος, [[fond of business]]; mostly in bad sense, like [[πολυπράγμων]], [[meddlesome]], a [[busybody]], Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a [[comedy]] by [[Crito]]; τὸ [[φιλόπραγμον]], in good sense, Plu.2.515f. Adv. [[φιλοπραγμόνως]], Adv. Comp. φιλοπραγμονέστερον, φ. [[ἀναφέρειν]] τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:50, 10 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπράγμων Medium diacritics: φιλοπράγμων Low diacritics: φιλοπράγμων Capitals: ΦΙΛΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: philoprágmōn Transliteration B: philopragmōn Transliteration C: filopragmon Beta Code: filopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, fond of business; mostly in bad sense, like πολυπράγμων, meddlesome, a busybody, Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a comedy by Crito; τὸ φιλόπραγμον, in good sense, Plu.2.515f. Adv. φιλοπραγμόνως, Adv. Comp. φιλοπραγμονέστερον, φ. ἀναφέρειν τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5.

German (Pape)

[Seite 1284] ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie πολυπράγμων. – Adv. φιλοπραγμόνως.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπράγμων: γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐνασχόλησιν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, τὰς ἀσχολίας· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ πολυπράγμων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, πολυάσχολος, ἀνήσυχος καὶ περίεργος ἄνθρωπος, Λυκοῦργ. 148. 12, Ἰσαῖος 49. 31· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρίτωνος· τὸ φιλόπραγμον Πλούτ. 2. 515F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à se mêler des affaires d’autrui.
Étymologie: φίλος, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-όπραγμον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος
2. (με αρνητική σημ.) αυτός που του αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον
η φιλοπραγμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].

Greek Monotonic

φῐλοπράγμων: γεν. -ονος, , , αυτός που αγαπά τις ενασχολήσεις· με αρνητική σημασία, πολυάσχολος άνθρωπος, ανακατωσούρης, κουτσομπόλης, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπράγμων: 2, gen. ονος хлопотливый, суетливый, неугомонный Isae.

Middle Liddell

φῐλο-πράγμων, γεν. ονος, ὁ, ἡ,
fond of business: in bad sense, a meddlesome fellow, busybody, Isae.

English (Woodhouse)

impertinent, meddlesome, over busy, overbusy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)