εὔπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔπηκτος:''' эп. ἐΰπηκτος 2<br /><b class="num">1)</b> крепко сплоченный, прочно построенный, крепкий ([[θάλαμος]], [[μέγαρον]], [[κλισίη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> легко застывающий, быстро замерзающий (τὸ [[ὑγρόν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> густой, плотный ([[κηρός]] Theocr.; ὑφαί Eur. ap. Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[εὔπηνος]]).
|elrutext='''εὔπηκτος:''' эп. ἐΰπηκτος 2<br /><b class="num">1)</b> крепко сплоченный, прочно построенный, крепкий ([[θάλαμος]], [[μέγαρον]], [[κλισίη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> легко застывающий, быстро замерзающий (τὸ [[ὑγρόν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[густой]], [[плотный]] ([[κηρός]] Theocr.; ὑφαί Eur. ap. Luc. - [[varia lectio|v.l.]] [[εὔπηνος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-πηκτος, ον [[πήγνυμι]]<br />well-built, Hom.
|mdlsjtxt=εὔ-πηκτος, ον [[πήγνυμι]]<br />well-built, Hom.
}}
}}

Revision as of 09:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπηκτος Medium diacritics: εὔπηκτος Low diacritics: εύπηκτος Capitals: ΕΥΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: eúpēktos Transliteration B: eupēktos Transliteration C: eypiktos Beta Code: eu)/phktos

English (LSJ)

ον, (πήγνυμι) A well put together, well-built, ἐνὶ μεγάρῳ εὐ. Il.2.661; μυχῷ κλισίης εὐ. 9.663; μυχῷ θαλάμων εὐ. Od.23.41; σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο of well-moulded, compact, wax, Theoc.1.128 (s. v.l.); firm, of bandaging, Gal.18(2).904. II of fluids, easily congealed or frozen, Arist.Long.466a31, 467a8. 2 Act., εὔ. ἀήρ Thphr.CP5.14.3 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1088] gut zusammengefügt, se st, μέγαρον Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, θάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπηκτος: -ον, (πήγνυμι) καλῶς συμπεπηγμένος, καλῶς ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. καλῶς συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. εὐπαγής, εὐπηγής. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bien assemblé, bien construit;
2 compact, dense.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, -ον)
1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός
2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος
3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα
4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ' ἀκίνητος [ενν. ἀήρ]
εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηκτός < πήγνυμι.

Greek Monotonic

εὔπηκτος: -ον (πήγνυμι), καλοχτισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπηκτος: эп. ἐΰπηκτος 2
1) крепко сплоченный, прочно построенный, крепкий (θάλαμος, μέγαρον, κλισίη Hom.);
2) легко застывающий, быстро замерзающий (τὸ ὑγρόν Arst.);
3) густой, плотный (κηρός Theocr.; ὑφαί Eur. ap. Luc. - v.l. εὔπηνος).

Middle Liddell

εὔ-πηκτος, ον πήγνυμι
well-built, Hom.