πρόκοιτος: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρόκοιτος:''' <b class="num">II</b> ὁ караульный, часовой Polyb.<br />несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς [[κύων]] Plut.). | |elrutext='''πρόκοιτος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[караульный]], [[часовой]] Polyb.<br />несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς [[κύων]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πρό-κοιτος, ὁ, [[κοίτη]]<br />one who keeps [[watch]] [[before]] a [[place]], Polyb. | |mdlsjtxt=πρό-κοιτος, ὁ, [[κοίτη]]<br />one who keeps [[watch]] [[before]] a [[place]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:18, 22 August 2022
English (LSJ)
ὁ, (κοίτη) A one who keeps watch before a place: Pl., pickets, Id.20.11.5: Adj., τοὺς π. τῆς φρουρᾶς κύνας Plu.2.325c. II chamberlain, D.C.67.15 (but prob. f.l. for πρόκριτος (q.v.) in 78.14).
German (Pape)
[Seite 730] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκοιτος: ὁ, (κοίτη) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς κύων Πλούτ. 2. 325Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui couche devant la maison (chien).
Étymologie: πρό, κοιτή.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή
2. θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά-κοιτος].
Greek Monotonic
πρόκοιτος: ὁ (κοίτη), αυτός που περιφρουρεί μπροστά από ένα μέρος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
πρόκοιτος: II ὁ караульный, часовой Polyb.
несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς κύων Plut.).
Middle Liddell
πρό-κοιτος, ὁ, κοίτη
one who keeps watch before a place, Polyb.