προστακτικός: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostaktikos | |Transliteration C=prostaktikos | ||
|Beta Code=prostaktiko/s | |Beta Code=prostaktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[commanding]], [[imperative]], [[imperious]], τὸ προστακτικόν [ἡ ψυχή], opp. τὸ [[ὑπηρετικόν]] (of the [[body]]), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; [[λόγος]] Plu.2.1037f; [[Προστακτικός]] (sc. [[λόγος]]), title of work by [[Protagoras]], D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, [[ἄρχων]] Max.Tyr.13.2 (Sup.).<br><span class="bld">II</span> Gramm., ἡ [[προστακτική|προστακτικὴ]] [[ἔγκλισις]] = the [[imperative]] [[mood]], D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; προστακτικὴ ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ προστακτικόν [[σχῆμα]] Anon.Fig.24; also τὸ προστακτικόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. [[προστακτικῶς]] = [[in the imperative mood]], D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προστακτικός:''' повелевающий, повелительный, властный ([[λόγος]] Plut.). | |elrutext='''προστακτικός:''' [[повелевающий]], [[повелительный]], [[властный]] ([[λόγος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] [[bevelend]]:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προσ-[[τακτικός]], ή, όν [[προστακτός]]<br />of or for [[commanding]], [[imperative]], Plut. | |mdlsjtxt=προσ-[[τακτικός]], ή, όν [[προστακτός]]<br />of or for [[commanding]], [[imperative]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:18, 29 January 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for commanding, imperative, imperious, τὸ προστακτικόν [ἡ ψυχή], opp. τὸ ὑπηρετικόν (of the body), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; λόγος Plu.2.1037f; Προστακτικός (sc. λόγος), title of work by Protagoras, D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, ἄρχων Max.Tyr.13.2 (Sup.).
II Gramm., ἡ προστακτικὴ ἔγκλισις = the imperative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; προστακτικὴ ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ προστακτικόν σχῆμα Anon.Fig.24; also τὸ προστακτικόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. προστακτικῶς = in the imperative mood, D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163.
German (Pape)
[Seite 780] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. ἔγκλισις, der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.
Greek (Liddell-Scott)
προστακτικός: -ή, -όν, (προστάσσω), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ ψυχή], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. λόγος Πλούτ. 2. 1037F· βραχυλογία ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. ἔγκλισις) γραμμ.: ὡσαύτως, πρ. ἐκφορὰ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. σχῆμα Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· ὡσαύτως, τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre au commandement, impératif;
t. de gramm. τὸ προστακτικόν ou ἡ προστακτική (ἔγκλισις) l’impératif.
Étymologie: προστάσσω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προστακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσταχτικός, -ή, -ό, Ν προστακτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική
(ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται προσταγή, παραίνεση ή παράκληση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ προστακτικός
(για πρόσ.) ο άρχοντας, το πρόσωπο που προστάζει τους άλλους
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Προστακτικός
(ενν. λόγος) τίτλος έργου του Πρωταγόρου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστακτικόν
α) η ψυχή, σε αντιδιαστολή προς το σώμα, που καλείται υπηρετικόν
β) λεκτική διατύπωση σε προστακτική
3. φρ. «προστακτικὴ ἐκφορά» και «προστακτικὸν σχῆμα»
γραμμ. η διατύπωση του λόγου στην προστακτική έγκλιση.
επίρρ...
προστακτικώς / προστακτικῶς ΝΜΑ, και προστακτικά Ν
με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά
αρχ.
γραμμ. στην προστακτική έγκλιση («ὅ ἡμεῖς ῥῆμα προστακτικῶς σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.).
Greek Monotonic
προστακτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, επιτακτικός, προστακτικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προστακτικός: повелевающий, повелительный, властный (λόγος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] bevelend:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.
Middle Liddell
προσ-τακτικός, ή, όν προστακτός
of or for commanding, imperative, Plut.