συνθιασώτης: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. [[συνθιασώτρια]] Ν, και αττ. τ. [[ξυνθιασώτης]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπαδός]] της ίδιας ιδεολογίας, [[ομόφρων]] («[[συνθιασώτης]] στο παγκόσμιο [[κίνημα]] ειρήνης»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που διαπράττει [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθιασίτης]]<br /><b>2.</b> (γενικά) αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[γιορτή]] ή [[πανήγυρη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]], [[φίλος]] («τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θιασώτης]] «[[οπαδός]], [[θαυμαστής]], [[υπέρμαχος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θίασος]])]. | |mltxt=[[συνθιασώτης]], ο, ΝΑ, και θηλ. [[συνθιασώτρια]] Ν, και αττ. τ. [[ξυνθιασώτης]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπαδός]] της ίδιας ιδεολογίας, [[ομόφρων]] («[[συνθιασώτης]] στο παγκόσμιο [[κίνημα]] ειρήνης»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που διαπράττει [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθιασίτης]]<br /><b>2.</b> (γενικά) αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[γιορτή]] ή [[πανήγυρη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]], [[φίλος]] («τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θιασώτης]] «[[οπαδός]], [[θαυμαστής]], [[υπέρμαχος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θίασος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:24, 14 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, fellow club member, partner in the religious guild, partner in the θίασος, Ath.8.362e codd., Them.Or.4.53d: generally, fellow, comrade, c. gen., ἡλικίας τῆς αὐτῆς Ar.V.728; ξυνθιασώτης τοῦ ληρεῖν = fellow-gossip, Id.Pl.508.
Greek (Liddell-Scott)
συνθιᾰσώτης: -ου, ὁ, μέτοχος θιάσου, Ἀθήν. 362F, Θεμίστ. 53D· καθόλου, σύντροφος, φίλος, ἑταῖρος, δύο πρεσβύτα ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν, σύντροφοι εἰς τὴν φλυαρίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 508· τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως Κλήμ. Ἀλ. 67.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compagnon.
Étymologie: σύν, θιασώτης.
Greek Monolingual
συνθιασώτης, ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α
νεοελλ.
οπαδός της ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης»)
μσν.
μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο, ο συνθιασίτης
2. (γενικά) αυτός που παίρνει μέρος σε γιορτή ή πανήγυρη
3. μτφ. σύντροφος, φίλος («τοὺς συνθιασώτας τοῦ Μωϋσέως», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θιασώτης «οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος» (< θίασος)].
Greek Monotonic
συνθιᾰσώτης: -ου, ὁ, αυτός που μετέχει σε θίασο (θίασος), σε όμιλο, σε συντροφιά· γενικά, φίλος, σύντροφος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συνθιᾰσώτης: ου ὁ досл. соучастник вакхических празднеств, перен. сотоварищ, спутник: δύο ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν Arph. пара болтунов.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θιασώτης -ου, ὁ [σύν, θίασος] mede-deelnemer aan een thiasos; vandaar overdr. partner, compagnon, met gen. in iets:. ὦ τῆς ἡλικίας ἡμῖν τῆς αὐτῆς συνθιασῶτα jij die met ons dezelfde leeftijd viert Aristoph. Ve. 728.
Middle Liddell
συν-θιᾰσώτης, ου, ὁ,
a partner in the θίασος: generally, a fellow, comrade, Ar.