αἰθρία: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἰθρία:''' ион. [[αἰθρίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> чистое (безоблачное) небо, ясная погода Her., Xen., Plut.: αἰθρίας Arph., τῆς αἰθρίας или αἰθρίας οὔσης Arst. в ясную погоду;<br /><b class="num">2)</b> вольный воздух: ἐν τῇ αἰθρίῃ Her. и ὑπὸ τῆς αἰθρίας Xen. на открытом воздухе. | |elrutext='''αἰθρία:''' ион. [[αἰθρίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[чистое]] (безоблачное) небо, ясная погода Her., Xen., Plut.: αἰθρίας Arph., τῆς αἰθρίας или αἰθρίας οὔσης Arst. в ясную погоду;<br /><b class="num">2)</b> вольный воздух: ἐν τῇ αἰθρίῃ Her. и ὑπὸ τῆς αἰθρίας Xen. на открытом воздухе. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:30, 19 August 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A = αἴθρη, first in Sol. 13.22, then in Ion. Prose, Com., X., and Arist.: ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης Hdt. 7.188; ἐξ αἰθρίας ἀστράψω Cratin.53, cf. Hdt.3.86, X.HG7.1.31; αἰθρίας οὔσης in clear weather, Arist. Mete.342a12; αἰθρίης or -ίας abs., Hdt.7.37, Ar.Nu. 371; τῆς αἰθρίας Arist.Pr.939b15. 2 esp. the clear cold air of night, Hdt.2.68, cf. Hp. Aët.8. [ῐ in penultimate exc. in dact. and anap., Sol. l.c., Ar. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
αἰθρία: Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς τύπος τοῦ ποιητ. αἴθρη, κατὰ πρῶτον ὅμως ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ ὅταν ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς οὐρανός, ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 air pur, ciel serein;
2 air libre : ὑπὸ τῆς αἰθρίας XÉN en plein air ; ἐν τῇ αἰθρίῃ (ion.) HDT à l’air libre, càd à terre, p. opp. à ἐν ὕδατι.
Étymologie: αἴθριος.
Greek Monotonic
αἰθρία: Ιων. -ίη, ἡ, μεταγεν. τύπος του ποιητ. αἴθρη, που απαντά αρχικά στον Σόλωνα κ.λπ.· αἰθρίης, Αττ. -ίας, σε καθαρό, ξάστερο καιρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ὑπὸτῆς αἰθρίας, στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο, Λατ. sub dio, σε Ξεν.
2. ο καθαρός και ψυχρός αέρας της νύχτας, σε Ηρόδ. (ῑ στην παραλήγουσα εκτός από τα δακτυλικά και αναπαιστικά μέτρα).
Russian (Dvoretsky)
αἰθρία: ион. αἰθρίη ἡ
1) чистое (безоблачное) небо, ясная погода Her., Xen., Plut.: αἰθρίας Arph., τῆς αἰθρίας или αἰθρίας οὔσης Arst. в ясную погоду;
2) вольный воздух: ἐν τῇ αἰθρίῃ Her. и ὑπὸ τῆς αἰθρίας Xen. на открытом воздухе.
Middle Liddell
later form of αἴθρη, Solon, etc.]
1. αἰθρίης, attic -ίας, in clear weather, Hdt., Ar.; ὑπὸ τῆς αἰθρίας in the open air, Lat. sub dio, Xen.
2. the clear cold air of night, Hdt. [ῑ in dactylics and anapaestics.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθρία -ας, ἡ, Ion. αἰθρίη αἰθήρ
1. heldere hemel; idiom. gen. v. omstandigheid :. αἰθρίας (οὔσης) bij heldere hemel.
2. open lucht.
English (Woodhouse)
blue sky, clear sky, clear weather, cloudless sky, unclouded sky