παράληψις: Difference between revisions
ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παράληψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> принятие или наследование (τῆς βασιλείας Diod.; τῆς ἀρχῆς Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[захват]], [[взятие]] (sc. τῆς πόλεως Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> призыв: [[θεία]] π. призыв к богам. | |elrutext='''παράληψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> принятие или наследование (τῆς βασιλείας Diod.; τῆς ἀρχῆς Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[захват]], [[взятие]] (sc. τῆς πόλεως Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[призыв]]: [[θεία]] π. призыв к богам. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:05, 19 August 2022
English (LSJ)
later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ, A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95; τῆς οὐσίας Ath.5.218c; τῶν πόλεων D.C.36.18; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13. b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.). c appropriation, filching, Plb.2.46.2. 2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33. 3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22. 4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3 : Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, Übernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Überlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de prendre en main, de recueillir, gén.;
2 prise d’une ville;
3 enseignement, doctrine, leçon.
Étymologie: παραλαμβάνω.
Greek Monotonic
παράληψις: ἡ (παραλαμβάνω)·
1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς, σε Πολύβ.
2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παράληψις: εως ἡ
1) принятие или наследование (τῆς βασιλείας Diod.; τῆς ἀρχῆς Polyb.);
2) захват, взятие (sc. τῆς πόλεως Polyb.);
3) призыв: θεία π. призыв к богам.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράληψις -εως, ἡ [παραλαμβάνω] overname:. ἡ παράληψις τῆς βασιλείας de overname van het koningschap Plut. Num. 23.3.
Middle Liddell
παράληψις, εως, παραλαμβάνω
1. a receiving from another, succession to, τῆς ἀρχῆς Polyb.
2. the taking of a town, Polyb.