εὐδαιμονία: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐδαιμονία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[процветание]], [[счастье]] HH, Pind., Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[благосостояние]], [[богатство]] Her.: χρημάτων [[πρόσοδος]] καὶ ἡ ἄλλη εὐ. Thuc. денежные доходы и другие виды богатства;<br /><b class="num">3)</b> филос. высшее счастье, блаженство (αἱ μακάρων εὐδαιμονίαι Plat.). | |elrutext='''εὐδαιμονία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[процветание]], [[счастье]] HH, Pind., Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[благосостояние]], [[богатство]] Her.: χρημάτων [[πρόσοδος]] καὶ ἡ ἄλλη εὐ. Thuc. денежные доходы и другие виды богатства;<br /><b class="num">3)</b> филос. [[высшее счастье]], [[блаженство]] (αἱ μακάρων εὐδαιμονίαι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 08:30, 20 August 2022
English (LSJ)
Ion. εὐδαιμονίη, ἡ, A prosperity, good fortune, opulence, h.Hom.11.5, Pi.N.7.56, Hdt.1.5,32, Hp.Ep.11 (v.l.), etc.; χρημάτων προσόδῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐδαιμονίᾳ Th.2.97; of countries, Hdt.5.28, 7.220, etc.; μοῖρ' εὐδαιμονίας Pi.P.3.84: pl., E.IA591 (anap.), Pl.Phd.115d. 2 true, full happiness, εὐ. οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδ' ἐν χρυσῷ Democr.171; εὐδαιμονίη ψυχῆς, opp. κακοδαιμονίη, Id.170, cf. Pl.Def.412d, Arist.EN1095a18, Zeno Stoic.1.46, etc. b personified as a divinity, SIG985.8 (Philadelphia).
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, der Zustand des Glücklichen, Glückseligkeit; H. h. 10, 5; Pind. P. 3, 84 N. 7, 56; πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιμονίας πρῶτον ὑπάρχει Soph. Ant. 1328; Folgde, in Prosa überall; Ggstz ἀθλιότης, Plat. Theaet. 175 c. Vgl. bes. Arist. rhet. 1, 15. Auch im plur., Eur. I. A. 590, wie Plat. Phil. 115 d. – Bes. auch auf die äußeren Güter bezogen, Wohlstand, Wohlhabenheit, ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων προέφερε Her. 5, 28; Thuc. 2, 97 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐτυχία, ὄλβος, Ὁμ. Ὕμν. 10. 5, Πινδ. Ν. 7. 83, Ἡρόδ. 1. 5, 32, καὶ συχνάκις παρ᾿ Ἀττ.· χρημάτων προσόδῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐδαιμονίᾳ Θουκ. 2. 97· ἐπὶ χωρῶν, Ἡρόδ. 5. 28., 7, 220, κτλ.· μοῖρ᾿ εὐδαιμονίας Πινδ. Π. 3. 150· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Εὐρ. Ι. Α. 591, Πλάτ. Φαίδων 115D. 2) παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., τελεία εὐτυχία, ἴδε εὐδαίμων ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bonheur, prospérité;
2 richesses, abondance de biens.
Étymologie: εὐδαίμων.
English (Slater)
εὐδαιμονία
1 good fortune τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται (P. 3.84) φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (P. 7.21) τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον (N. 7.56)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) ευδαίμων
1. καλή τύχη, ευτυχία
2. υλική ευημερία, ευμάρεια.
Greek Monotonic
εὐδαιμονία: Ιων. -ίη, ἡ, ευημερία, καλή τύχη, καλοτυχία, αφθονία, πολυτέλεια, ευτυχία, μακαριότητα, απόλυτη ικανοποίηση, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμονία: ἡ тж. pl.
1) процветание, счастье HH, Pind., Her. etc.;
2) благосостояние, богатство Her.: χρημάτων πρόσοδος καὶ ἡ ἄλλη εὐ. Thuc. денежные доходы и другие виды богатства;
3) филос. высшее счастье, блаженство (αἱ μακάρων εὐδαιμονίαι Plat.).
Middle Liddell
εὐδαιμονία, ἡ, [from εὐδαιμονέω
prosperity, good fortune, wealth, weal, happiness, Hhymn., Hdt., attic