δυσάντητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont l’abord est terrible <i>ou</i> funeste;<br /><b>2</b> terrible <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντάω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont l'abord est terrible <i>ou</i> funeste;<br /><b>2</b> terrible <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντάω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:02, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάντητος Medium diacritics: δυσάντητος Low diacritics: δυσάντητος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysántētos Transliteration B: dysantētos Transliteration C: dysantitos Beta Code: dusa/nthtos

English (LSJ)

ον, A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc. II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.

German (Pape)

[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont l'abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que constituye un mal encuentro, ante lo que es mejor no encontrarse θέαμα Luc.Tim.5, κυδοιμός Nonn.D.24.168, ἔρωτες Nonn.D.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.
2 difícil de soportar πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.H.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.

Greek Monolingual

δυσάντητος, -ον (AM)
1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η συνάντηση μαζί του θα φέρει κακοτυχία], Λουκ.)
2. αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ πάθη καὶ δυσάντητα», Πλούτ.).

Greek Monotonic

δυσάντητος: -ον (ἀντάω), δυσάρεστος στο να συναντηθεί από κάποιον, απεχθής, ενοχλητικός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσάντητος:
1) неприятный на вид, отталкивающий (θέαμα Luc.);
2) невыносимый, нестерпимый (τῆς ψυχῆς πάθη Plut.).

Middle Liddell

δυσ-άντητος, ον adj ἀντάω
disagreeable to meet, boding of ill, Luc.