λιμηρός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῑμηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[голодный]], [[вынуждаемый голодом]] ([[ἐργασία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> управляемый голодом (πενίης [[ὄργανον]], sc. [[κορωνοβόλον]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[томящий]], [[томительный]] ([[ἔρως]] Theocr.).<br /><b class="num">[[λιμηρός|λῐμηρός]]:</b> [[обладающий]] (хорошим) портом (эпитет города Эпидавр) Thuc.
|elrutext='''λῑμηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[голодный]], [[вынуждаемый голодом]] ([[ἐργασία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[управляемый голодом]] (πενίης [[ὄργανον]], sc. [[κορωνοβόλον]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[томящий]], [[томительный]] ([[ἔρως]] Theocr.).<br /><b class="num">[[λιμηρός|λῐμηρός]]:</b> [[обладающий]] (хорошим) портом (эпитет города Эпидавр) Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐμηρός, ή, όν [[λιμήν]]<br />furnished with a [[good]] [[harbour]], Thuc. <br />λῑμηρός, ή, όν [[λιμός]]<br />[[hungry]], causing [[hunger]], Theocr., Anth.
|mdlsjtxt=λῐμηρός, ή, όν [[λιμήν]]<br />furnished with a [[good]] [[harbour]], Thuc. <br />λῑμηρός, ή, όν [[λιμός]]<br />[[hungry]], causing [[hunger]], Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 19:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμηρός Medium diacritics: λιμηρός Low diacritics: λιμηρός Capitals: ΛΙΜΗΡΟΣ
Transliteration A: limērós Transliteration B: limēros Transliteration C: limiros Beta Code: limhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (λιμός) A hungry, causing hunger, ἔρως Theoc.10.57; ἐργασίη AP6.47 (Antip. Sid.), cf. 285 (Nicarch.), 7.546, Alciphr.1.9, etc.
λῐμηρός, ά, όν, (λιμήν) A furnished with a good harbour, special epithet of Epidaurus in Laconia, Th.4.56, 7.26; εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως… λιμηρὰν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν Apollod. ap. Str.8.6.1.

German (Pape)

[Seite 47] mit einem Hafen versehen, für λιμενηρός, Strab. 8, 6, 1, s. Ἐπίδαυρος nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμηρός: -ά, -όν, (λιμὸς) πειναλέος, παράγων πεῖναν, ἔρως Θεόκρ. 10. 57· ἐργασία Ἀνθ. Π. 6. 47, πρβλ. 285., 7. 246, Ἀλκίφρων 1. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
affamé ; pauvre, misérable.
Étymologie: λιμός.
2ά, όν :
doté d’un bon port.
Étymologie: λιμήν.

Greek Monolingual

(I)
λιμηρός, -ά- -όν (Α)
πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείναπρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ' εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μελετηρός, υδατηρός)].
(II)
λιμηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός πού έχει καλό λιμένα, ευλίμενος
2. (ειδικά) το θηλ. επίθετο της Επιδαύρου στη Λακωνία («εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως... λιμηράν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν + κατάλ. -ηρός, αντί του αναμενόμενου τ. λιμενηρός].

Greek Monotonic

λῐμηρός: -ά, -όν (λιμήν), εξοπλισμένος με καλό λιμάνι, αυτός που διαθέτει καλό λιμάνι, σε Θουκ.
• λῑμηρός: -ά, -όν (λιμός), πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα, σε Θεόκρ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῑμηρός:
1) голодный, вынуждаемый голодом (ἐργασία Anth.);
2) управляемый голодом (πενίης ὄργανον, sc. κορωνοβόλον Anth.);
3) томящий, томительный (ἔρως Theocr.).
λῐμηρός: обладающий (хорошим) портом (эпитет города Эпидавр) Thuc.

Middle Liddell

λῐμηρός, ή, όν λιμήν
furnished with a good harbour, Thuc.
λῑμηρός, ή, όν λιμός
hungry, causing hunger, Theocr., Anth.