κεῦθος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keythos | |Transliteration C=keythos | ||
|Beta Code=keu=qos | |Beta Code=keu=qos | ||
|Definition=εος, τό, | |Definition=εος, τό, = [[κευθμών]], ὑπὸ κεύθεσι γαίης in [[the depths]] of the earth, <span class="bibl">Il.22.482</span>, <span class="bibl">Od.24.204</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>300</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.56</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>1036</span> (lyr.): in sg., <b class="b3">κ. [Ἀπίας χθονός</b>] <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>778</span> (lyr.), cf. Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7.7; κ. νεκύων <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>818</span> (anap.); <b class="b3">κ. οἴκων</b> the [[innermost]] chambers, like [[μυχός]], <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>872</span> (lyr.); <b class="b3">κεύθεα νηοῦ</b>, = [[ἄδυτον]], <span class="bibl">Musae.119</span>; κ. πόντου <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.607</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:37, 24 August 2022
English (LSJ)
εος, τό, = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης in the depths of the earth, Il.22.482, Od.24.204, Hes.Th.300, cf. Pi.N.10.56, A.Eu.1036 (lyr.): in sg., κ. [Ἀπίας χθονός] Id.Supp.778 (lyr.), cf. Epic. in Arch.Pap.7.7; κ. νεκύων S.Ant.818 (anap.); κ. οἴκων the innermost chambers, like μυχός, E.Alc.872 (lyr.); κεύθεα νηοῦ, = ἄδυτον, Musae.119; κ. πόντου Opp.H.4.607.
German (Pape)
[Seite 1426] τό, = κευθμών; bes. κεύθεα γαίης, die verborgenen Tiefen der Erde, der innerste Erdschoß, Il. 22, 482 Od. 24, 204; Hes. Th. 300. 334; pind. N. 10, 56; Aesch. Eum. 989; κελαινὸν εἴ τι κεῦθος ἔστι που Suppl. 759; κεῦθος νεκύων Soph. Ant. 812, die Gruft. – Auch οἴκων, Eur. Alc. 875, wie νηοῦ, Mus. 119, das innerste Heiligthum; – πόντου, Opp. Hal. 4, 607.
Greek (Liddell-Scott)
κεῦθος: -εος, τὸ, = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης, εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς, Ἰλ. Χ. 482, Ὀδ. Ω. 204, Ἡσ. Θ. 300, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 56, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1036· καθ’ ἑνικ., κ. Ἀπίας χθονὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 778· κ. νεκύων Σοφ. Ἀντ. 818· κ. οἴκων, τὰ ἐνδότατα δωμάτια, ὡς τὸ μυχός, Εὐρ. Ἄλκ. 872· κεύθεα νηοῦ = ἄδυτον, Μουσαῖ. 119· κ. πόντου Ὀππ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. κευθμών.
English (Autenrieth)
εος,=κευθμός, κευθμών, only pl., ὑπὸ κεύθεσι γαίης, ‘in the depths of the earth beneath,’ of Hades, Il. 22.482, Od. 24.204.
English (Slater)
κεῡθος
1 hollow ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (sc. Διόσκουροι) (N. 10.56) κευθεα[ ?fr. 334a. 12.
Greek Monolingual
κεῡθος, τὸ (Α) κεύθω
κευθμών, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» — στα βάθη της γης, Ομ. Ιλ.
β. «κεῡθος οἴκων» — τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ.
γ. κεῡθος πόντου» — τα βάθη της θάλασσας, Οππ.
δ. «κεύθεα νηοῦ» — το άδυτο του ναού, Μουσαί.).
Greek Monotonic
κεῦθος: -εος, τό = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης, στα έγκατα της γης, σε Όμηρ.· στον ενικ. κ.νεκύων, σε Σοφ.· κ. οἴκων, τα ενδότερα του οίκου, τα μέσα δωμάτια, όπως το μυχός, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεῦθος -ους, zonder contr. -εος, τό [κεύθω] schuilplaats, binnenste:. κ. νεκύων dodenrijk Soph. Ant. 818; κ. οἴκων het binnenste van het huis Eur. Alc. 872.
Russian (Dvoretsky)
κεῦθος: εος τό
1) глубина, недра (ὑπὸ κεύθεσι γαίης Hom.): κ. οἴκων Eur. внутренность дома, дальние покои;
2) тайное местопребывание, убежище (νεκύων Soph.).
Middle Liddell
κεῦθος, εος, = κευθμών
ὑπὸ κεύθεσι γαίης in the depths of the earth, Hom.; in sg., κ. νεκύων Soph.; κ. οἴκων the innermost chambers, like μυχός, Eur.