μέτρημα: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />part mesurée <i>ou</i> attribuée.<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέτρημα''': τό, μεμετρημένη [[ἀπόστασις]], Εὐρ. Ἴων 1138. 2) [[μερίδιον]] ὡρισμένον δι’ ἕνα ἄνθρωπον, Εὐρ. Ι. Τ. 954· τὸ [[σιτηρέσιον]] στρατιώτου, Πολύβ. 6. 38, 3· ὁ μισθὸς στρατιώτου, ὁ αὐτ. 9. 27, 11. | |lstext='''μέτρημα''': τό, μεμετρημένη [[ἀπόστασις]], Εὐρ. Ἴων 1138. 2) [[μερίδιον]] ὡρισμένον δι’ ἕνα ἄνθρωπον, Εὐρ. Ι. Τ. 954· τὸ [[σιτηρέσιον]] στρατιώτου, Πολύβ. 6. 38, 3· ὁ μισθὸς στρατιώτου, ὁ αὐτ. 9. 27, 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:34, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A measured distance, E.Ion1138; measurement, λίθοι… ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11 (Didyma, ii B. C.). 2 measure, allowance, dole, E.IT954; soldier's rations, Plb.6.38.3, OGI229.106 (Smyrna, ii B. C.), PLond. 1.23.26 (ii B. C.); pay, Plb.9.27.11: in plural, deliveries in kind, POxy. 1221.4 (iii/iv A. D.): sg., amount so delivered, PCair.Zen.223.5 (iii B. C.); μέτρημα θησαυροῦ Ostr.Bodl. v D9 (i A. D.), al.
German (Pape)
[Seite 162] τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
part mesurée ou attribuée.
Étymologie: μετρέω.
Greek (Liddell-Scott)
μέτρημα: τό, μεμετρημένη ἀπόστασις, Εὐρ. Ἴων 1138. 2) μερίδιον ὡρισμένον δι’ ἕνα ἄνθρωπον, Εὐρ. Ι. Τ. 954· τὸ σιτηρέσιον στρατιώτου, Πολύβ. 6. 38, 3· ὁ μισθὸς στρατιώτου, ὁ αὐτ. 9. 27, 11.
Greek Monolingual
το (Α μέτρημα) μετρώ
η πράξη του μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων του ντοσιέ»)
νεοελλ.
1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα»)
2. υπολογισμός, σχέδιο
3. λογαριασμός
αρχ.
1. δόση, μερίδα
2. σιτηρέσιο στρατιωτών
3. μετρημένη απόσταση
4. μισθός στρατιωτών
5. στον πληθ. τά μετρήματα
οι καταβολές σε είδος.
Greek Monotonic
μέτρημα: -ατος, τό,
1. απόσταση υπολογισμένη με μετρική μονάδα, σε Ευρ.
2. μερίδα, επίδομα, παροχή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μέτρημα: ατος τό
1) отмеренное расстояние, участок, площадь (μ. μυρίων πωδῶν ἀριθμόν Eur.);
2) доля, порция (βακχίου Eur.);
3) воен. паек (πυρῶν Plut.);
4) воен. жалованье Polyb.
Middle Liddell
μέτρημα, ατος, τό,
1. a measured distance, Eur.
2. a measure, allowance, dole, Eur. [from μετρέω