εὐέφοδος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un accès facile, facile à attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔφοδος]].
|btext=ος, ον :<br />d'un accès facile, facile à attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔφοδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέφοδος Medium diacritics: εὐέφοδος Low diacritics: ευέφοδος Capitals: ΕΥΕΦΟΔΟΣ
Transliteration A: euéphodos Transliteration B: euephodos Transliteration C: evefodos Beta Code: eu)e/fodos

English (LSJ)

ον, A easy to come at or attack, assailable, accessible, of places, X.Cyr.2.4.13, Plb.1.26.2, etc. II easily conducted, ζήτησις S.E.M.7.25.

German (Pape)

[Seite 1066] leicht zugänglich, leicht anzugreifen, Xen. Cyr. 2, 4, 13, χωρία; Pol. 1, 26, 2 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέφοδος: -ον, εὐπρόσβλητος, εὐπρόσιτος, ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 13, Πολύβ. 1. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un accès facile, facile à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἔφοδος.

Greek Monolingual

εὐέφοδος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει έφοδος
2. αυτός που διευθύνεται εύκολα («εὐέφοδος συζήτησις», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επίθ. έφ-οδος «εκείνος στον οποίο υπάρχει πρόσβαση» (< επί + οδός)].

Greek Monotonic

εὐέφοδος: -ον, ευπρόσβλητος, ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος, λέγεται για τόπους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐέφοδος: легко доступный, открытый для нападения (χωρία Xen.).

Middle Liddell

εὐ-έφοδος, ον
easy to come at, assailable, accessible, of places, Xen.