περισπούδαστος: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0592.png Seite 592]] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recherché avec empressement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπουδάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περισπούδαστος''': -ον, περιζήτητος, [[λίαν]] [[ποθεινός]], Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β.
|lstext='''περισπούδαστος''': -ον, περιζήτητος, [[λίαν]] [[ποθεινός]], Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recherché avec empressement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπουδάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπούδαστος Medium diacritics: περισπούδαστος Low diacritics: περισπούδαστος Capitals: ΠΕΡΙΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: perispoúdastos Transliteration B: perispoudastos Transliteration C: perispoydastos Beta Code: perispou/dastos

English (LSJ)

ον, A much sought after, much desired, Theopomp.Hist.114; ἔνδοξον καὶ π. D.H.Rh.7.3, cf. Muson.Fr.18 Bp.104 H.(Comp.), Luc.Tim.38, Men. Rh.p.366S., etc.; τινι by one, M.Ant.5.36, Gal.6.519, Hdn.6.8.4, Iamb.Comm.Math.26, etc. 2 diligent, eager, PMasp.20ii 11 (vi A. D.). Adv. -τως with due care, Phylarch.30 J., Ath.4.164b.

German (Pape)

[Seite 592] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recherché avec empressement.
Étymologie: περί, σπουδάζω.

Greek (Liddell-Scott)

περισπούδαστος: -ον, περιζήτητος, λίαν ποθεινός, Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / περισπούδαστος, -ον, ΝΜΑ περισπουδάζω
νεοελλ.
1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα»)
2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη, βαθυστόχαστος
3. βαθύς, βαθυστόχαστος, εμβριθής
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιώκεται με μεγάλη σπουδή, πολύ επιθυμητός, περιπόθητος, περιζήτητοςἀοίδιμος δι' ἐμὲ ἦσθα καὶ περισπούδαστος», Λουκιαν.)
αρχ.
πρόθυμος σε κάτι.
επίρρ...
περισπουδάστως ΝΜΑ και περισπούδαστα Ν
νεοελλ.
με πολλή σπουδή και σοβαρότητα, βαθυστόχαστα
μσν.-αρχ.
με την φροντίδα και την επιμέλεια που πρέπει.

Greek Monotonic

περισπούδαστος: -ον (σπουδάζω), εξαιρετικά περιζήτητος, ιδιαίτερα ποθητός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περισπούδαστος: желанный, вожделенный (ἀγώνισμα Plut.; περίβλεπτος καὶ π. Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σπούδαστος -ον zeer begeerd.

Middle Liddell

περι-σπούδαστος, ον, σπουδάζω
much sought after, much desired, Luc.