μερικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μερῐκός:''' [[частичный]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM) [[μερικός]], -ή, -όν) [[μέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέρος]] ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον γενικό (α. «η [[εισήγηση]] ήταν καλή, σε [[μερικά]] ζητήματα όμως ήταν πολύ [[ασαφής]]» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ολικό («μερική [[έκλειψη]] ηλίου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως [[δήλωση]] υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[ένταση]] ή [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα [[μέτρα]]»)<br />β) λίγοι, λιγοστοί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ορισμένος<br /><b>2.</b> [[λίγος]]<br /><b>3.</b> [[ιδιαίτερος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[αρκετός]], [[κάμποσος]]<br /><b>5.</b> [[συνοπτικός]] (α. «μερικὴ [[διήγησις]]» β. «μερικὸν χρονικόν»)<br /><b>6.</b> [[προσωπικός]], [[ατομικός]] (οφελος μερικόν»<br /><b>7.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μερικόν</i><br />η επιμέρους [[εξέταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μερικώς]] (ΑM μερικῶς, Μ και [[μερικά]])<br />από μερική [[άποψη]], εν μέρει, λίγο, μονομερώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιορισμένα, ανεπαρκώς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα<br /><b>2.</b> [[λεπτομερώς]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑM) [[μερικός]], -ή, -όν) [[μέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέρος]] ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον γενικό (α. «η [[εισήγηση]] ήταν καλή, σε [[μερικά]] ζητήματα όμως ήταν πολύ [[ασαφής]]» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ολικό («μερική [[έκλειψη]] ηλίου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως [[δήλωση]] υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[ένταση]] ή [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα [[μέτρα]]»)<br />β) λίγοι, λιγοστοί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ορισμένος<br /><b>2.</b> [[λίγος]]<br /><b>3.</b> [[ιδιαίτερος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[αρκετός]], [[κάμποσος]]<br /><b>5.</b> [[συνοπτικός]] (α. «μερικὴ [[διήγησις]]» β. «μερικὸν χρονικόν»)<br /><b>6.</b> [[προσωπικός]], [[ατομικός]] (οφελος μερικόν»<br /><b>7.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μερικόν</i><br />η επιμέρους [[εξέταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μερικώς]] (ΑM μερικῶς, Μ και [[μερικά]])<br />από μερική [[άποψη]], εν μέρει, λίγο, μονομερώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιορισμένα, ανεπαρκώς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα<br /><b>2.</b> [[λεπτομερώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''μερῐκός:''' [[частичный]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῐκός Medium diacritics: μερικός Low diacritics: μερικός Capitals: ΜΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: merikós Transliteration B: merikos Transliteration C: merikos Beta Code: meriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A partial, ἔκλειψις Cleom.2.6, al.; minutely subdivided, ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι] Id.1.11. II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal.148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst.109, cf. Dam.Pr.397; μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl.in CA 24p.474M. Adv. -κῶς Gal.16.411, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: Comp. -ώτερον ib.138.9.

German (Pape)

[Seite 134] zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

μερῐκός: частичный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

μερῐκός: -ή, -όν, ὁ εἰς μέρος ἀνήκων, κεχωρισμένος, ἰδιαίτερος, Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87. - Ἐπίρρ. μερικῶς Εὐστ. 48, 31, συγκρ. μερικώτερον Α. Β. 538. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM) μερικός, -ή, -όν) μέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)
2. αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε αντιδιαστολή προς τον ολικό («μερική έκλειψη ηλίου»)
νεοελλ.
φρ. «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως δήλωση υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα
νεοελλ.-μσν.
1. περιορισμένος σε έκταση, ένταση ή διάρκεια
2. (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα μέτρα»)
β) λίγοι, λιγοστοί
μσν.
1. ορισμένος
2. λίγος
3. ιδιαίτερος, εξαιρετικός
4. αρκετός, κάμποσος
5. συνοπτικός (α. «μερικὴ διήγησις» β. «μερικὸν χρονικόν»)
6. προσωπικός, ατομικός (οφελος μερικόν»
7. μοναδικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ μερικόν
η επιμέρους εξέταση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο.
επίρρ...
μερικώς (ΑM μερικῶς, Μ και μερικά)
από μερική άποψη, εν μέρει, λίγο, μονομερώς
νεοελλ.
περιορισμένα, ανεπαρκώς
μσν.
1. ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα
2. λεπτομερώς.