καταθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katathoryveo
|Transliteration C=katathoryveo
|Beta Code=kataqorube/w
|Beta Code=kataqorube/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shout down]], ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν [[καταθορυβηθείς]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>319c</span>:—Act. in Numen. ap. <span class="bibl">Eus. <span class="title">PE</span>14.6</span>: also c. acc. cogn., <b class="b3">τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κατεθορύβει</b> ibid.</span>
|Definition=[[shout down]], ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν [[καταθορυβηθείς]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>319c</span>:—Act. in Numen. ap. <span class="bibl">Eus. <span class="title">PE</span>14.6</span>: also c. acc. cogn., <b class="b3">τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κατεθορύβει</b> ibid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 01:05, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθορῠβέω Medium diacritics: καταθορυβέω Low diacritics: καταθορυβέω Capitals: ΚΑΤΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: katathorybéō Transliteration B: katathorybeō Transliteration C: katathoryveo Beta Code: kataqorube/w

English (LSJ)

shout down, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Pl.Prt.319c:—Act. in Numen. ap. Eus. PE14.6: also c. acc. cogn., τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κατεθορύβει ibid.

German (Pape)

[Seite 1349] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch κατακράζω; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.

Greek (Liddell-Scott)

καταθορῠβέω: ἐγείρω θόρυβον ἐναντίον τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) καθόλου, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.

Greek Monolingual

καταθορυβῶ, καταθορυβέω)
νεοελλ.
δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο
νεοελλ.-αρχ.
κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τον αναστατώνω
αρχ.
ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 troubler, interrompre par des cris ou du tumulte;
2 causer un grand trouble, troubler profondément.
Étymologie: κατά, θορυβέω.

Greek Monotonic

καταθορῠβέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω θόρυβο εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταθορῠβέω: смущать криками, заглушать шумом: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θορυβέω overschreeuwen, door rumoer tot zwijgen brengen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to cry down, Plat.