σταγών: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι [[σταγών]], Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; [[σπονδῖτις]], Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. [[στάγες]]. – Bei Tim. Locr. 99 c neben [[μόλυβδος]], ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν [[σιδήριον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι [[σταγών]], Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; [[σπονδῖτις]], Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. [[στάγες]]. – Bei Tim. Locr. 99 c neben [[μόλυβδος]], ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν [[σιδήριον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όνος (ἡ) :<br />goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]], cf. [[στάγες]] de *στάξ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταγών''': -όνος, ἡ, ([[στάζω]]) «[[στάλα]]», «σταλαγματιά», [[κροκοβαφὴς]] στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα [[σταγών]], ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ [[οἶνος]] ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ [[σπονδῖτις]] στ. = [[σπονδή]], Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ [[γάλα]], [[αὐτόθι]] 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ [[θάλασσα]], Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, [[εἶναι]] [[κατάστικτος]] μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. [[στάγες]] [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[στάξ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =[[ὀρείχαλκος]], Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ. | |lstext='''σταγών''': -όνος, ἡ, ([[στάζω]]) «[[στάλα]]», «σταλαγματιά», [[κροκοβαφὴς]] στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα [[σταγών]], ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ [[οἶνος]] ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ [[σπονδῖτις]] στ. = [[σπονδή]], Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ [[γάλα]], [[αὐτόθι]] 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ [[θάλασσα]], Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, [[εἶναι]] [[κατάστικτος]] μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. [[στάγες]] [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[στάξ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =[[ὀρείχαλκος]], Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:15, 2 October 2022
English (LSJ)
όνος, ἡ, (στάζω) A drop, κροκοβαφὴς σταγών, of blood, A.Ag.1122 (lyr.), cf. Ch.400 (anap.); φόνου S.OT1278, cf. E.Ba.767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.); σταγόνες ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8; δίψιοι σταγόνες, of tears, A.Ch.186, cf. Ag.888; οἴνου χλωραὶ σταγόνες E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία σταγών, of wine, Ephipp.29; τῆς . . ἀπὸ Λέσβου . . σταγόνος Antiph.174.5; σταγὼν σπονδῖτις AP6.190 (Gaet.); σταγὼν μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.); σ. πίσσης Str.16.2.44; σταγὼν τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι with dewdrops, IG 14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα = drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626). II a metal = ὀρείχαλκος or ἄσπρον χάλκωμα, Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).
German (Pape)
[Seite 926] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών, Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; σπονδῖτις, Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. στάγες. – Bei Tim. Locr. 99 c neben μόλυβδος, ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν σιδήριον.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, etc.).
Étymologie: στάζω, cf. στάγες de *στάξ.
Greek (Liddell-Scott)
σταγών: -όνος, ἡ, (στάζω) «στάλα», «σταλαγματιά», κροκοβαφὴς στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ οἶνος ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ σπονδῖτις στ. = σπονδή, Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ γάλα, αὐτόθι 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ θάλασσα, Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, εἶναι κατάστικτος μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. στάγες ὥσπερ ἐξ ὀνομ. στάξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =ὀρείχαλκος, Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σταγόνα.
Greek Monotonic
σταγών: -όνος, ἡ (στάζω), σταγόνα, ρανίδα, στάλα, σε Τραγ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταγών -όνος, ἡ [στάζω] druppel:. κροκοβαφὴς σ. saffraangekleurde druppel (van bloed, geel door angst) Aeschl. Ag. 1122; ἐξ ἁλιβλήτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σ. water dat druppelt uit een door de zee geslagen rots Eur. Suppl. 81.
Russian (Dvoretsky)
στᾰγών: όνος ἡ
1) капля: μεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. осаждаться в виде капель; φόνου σταγόνες Aesch. капли крови;
2) перен. струя, влага: μαζῶν σ. Anth. влага сосцов, т. е. молоко;
3) стагон (род металла) Plat.
Frisk Etymological English
See also: s. στάζω.
Middle Liddell
σταγών, όνος, ἡ, στάζω
a drop, Trag.
Frisk Etymology German
σταγών: {stagṓn}
See also: s. στάζω.
Page 2,773