φιλαίτιος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; [[λεώς]] Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Ggstz von [[εὐγνώμων]], Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von [[φιλεπιτιμητής]] unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben [[σφαλερός]], der Anklage ausgesetzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; [[λεώς]] Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Ggstz von [[εὐγνώμων]], Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von [[φιλεπιτιμητής]] unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben [[σφαλερός]], der Anklage ausgesetzt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;<br /><b>2</b> sujet aux reproches, au blâme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[αἰτία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλαίτιος''': -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, [[φιλόψογος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]]... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ [[εὐγνώμων]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9. | |lstext='''φῐλαίτιος''': -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, [[φιλόψογος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ [[συκοφάντης]]... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ [[εὐγνώμων]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A fond of bringing accusations, fault-finding, censorious, A.Supp.485, PAmh.2.65.22 (ii A. D.); distinguished from φιλεπιτιμητής by Isoc.1.31; πονηρὸν ὁ συκοφάντης . . καὶ φιλαίτιον D.18.242; opp. εὐγνώμων, X.Mem.2.8.6; τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν fond of bringing charges of neglect in their case, Pl.Lg.903a; τὸ φ. censoriousness, Plu.Sol.25, cf. 2.813a. Adv. -ίως Str.2.1.41, Poll.3.139. II liable to censure, D.10.70.
German (Pape)
[Seite 1274] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; λεώς Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Ggstz von εὐγνώμων, Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von φιλεπιτιμητής unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben σφαλερός, der Anklage ausgesetzt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;
2 sujet aux reproches, au blâme.
Étymologie: φίλος, αἰτία.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαίτιος: -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, φιλόψογος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ συκοφάντης... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ εὐγνώμων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον
το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί, η ιδιότητα του φιλοκατήγορου.
επίρρ...
φιλαιτίως ΜΑ
με διάθεση ή με πρόθεση για κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αἴτιος «υπεύθυνος»].
Greek Monotonic
φῐλαίτιος: -ον (αἰτία),
I. αυτός που αγαπά την κατηγορία, επικριτικός, σε Ξεν., Δημ.· τὸ φιλαίτιον, λογοκρισία, επίκριση, σε Πλούτ.
II. αυτός που κατηγορεί ή επιτίθεται, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλαίτιος: любящий упрекать, склонный к порицаниям, придирчивый Xen., Isocr., Dem.: ὁ φ. τῆς ἀμελείας περί τινος Plat. любитель порицать кого-л. за нерадение.
Middle Liddell
φῐλ-αίτιος, ον, αἰτία
I. fond of accusing, censorious, Xen., Dem.:— τὸ φ. censoriousness, Plut.
II. liable to blame or attack, Dem.