κολπώδης: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1476.png Seite 1476]] ες, = [[κολποειδής]]; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; [[θάλασσα]] D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1476.png Seite 1476]] ες, = [[κολποειδής]]; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; [[θάλασσα]] D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />qui a beaucoup de golfes, de baies.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· [[πλήρης]] λιμένων ἢ κόλπων, [[θάλασσα]] Δίων Κ. 48. 50. 2) [[ἑλικοειδής]], Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, [[χαλαρός]], διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18. | |lstext='''κολπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· [[πλήρης]] λιμένων ἢ κόλπων, [[θάλασσα]] Δίων Κ. 48. 50. 2) [[ἑλικοειδής]], Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, [[χαλαρός]], διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, A embosomed, embayed, τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν E.IA120, etc.; full of bays, θάλασσα D.C.48.50. 2 winding, παράπλους Plb. 4.44.7. II metaph., oflanguage, turgid, μηδὲν ἔχειν κ. D.H.Dem. 18.
German (Pape)
[Seite 1476] ες, = κολποειδής; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; θάλασσα D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a beaucoup de golfes, de baies.
Étymologie: κόλπος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
κολπώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· πλήρης λιμένων ἢ κόλπων, θάλασσα Δίων Κ. 48. 50. 2) ἑλικοειδής, Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, χαλαρός, διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18.
Greek Monolingual
-ες (AM κολπώδης, -ῶδες) κόλπος
αυτός που απαρτίζεται από πολλούς κόλπους («κολπώδη παράλια»)
νεοελλ.
όμοιος με κόλπο
αρχ.
1. αυτός που έχει λιμάνι ή είναι γεμάτος από λιμάνια
2. ελικοειδής («κολπώδη τὸν παράπλουν», Πολ.)
3. (για λόγο) πομπώδης.
Greek Monotonic
κολπώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει κόλπο ή λιμάνι, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολπώδης -ες [κόλπος] een baai vormend.
Russian (Dvoretsky)
κολπώδης:
1) изобилующий заливами (Αὐλίς Eur.);
2) извилистый (παράπλους Polyb.).
Middle Liddell
κολπ-ώδης, ες εἶδος
embosomed, embayed, Eur.