τόπαρχος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ [[τόπαρχος]], Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ [[τόπαρχος]], Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> maîtresse d'une maison;<br /><b>2</b> <i>Égypte ptol.</i> chef d'une [[τοπαρχία]].<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[ἄρχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόπαρχος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ [[κυρία]], [[δέσποινα]], Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, [[ὅθεν]] ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ [[ἄπαρχος]]· ὁ δὲ Bumberger [[στέγαρχος]]. | |lstext='''τόπαρχος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ [[κυρία]], [[δέσποινα]], Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, [[ὅθεν]] ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ [[ἄπαρχος]]· ὁ δὲ Bumberger [[στέγαρχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:16, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A ruling over a place, γυνή mistress, A.Ch.664 (ταπαρχος (suprascr. ό) cod. M). II = τοπάρχης, SIG880.29, al. (Pizus, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ τόπαρχος, Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 maîtresse d'une maison;
2 Égypte ptol. chef d'une τοπαρχία.
Étymologie: τόπος, ἄρχω.
Greek (Liddell-Scott)
τόπαρχος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ κυρία, δέσποινα, Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, ὅθεν ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ ἄπαρχος· ὁ δὲ Bumberger στέγαρχος.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. τοπάρχης
2. φρ. «γυνὴ τόπαρχος» — οικοδέσποινα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -αρχος].
Greek Monotonic
τόπαρχος: ὁ, ἡ, αυτός που έχει την κυβέρνηση ή τη διοίκηση κάποιου τόπου, γυνὴ τόπαρχος, δέσποινα, βασίλισσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τόπαρχος: ὁ и ἡ хозяин: δομάτων γυνὴ τ. Aesch. хозяйка дома (v.l. ἔπαρχος).
Middle Liddell
τόπ-αρχος, ὁ, ἡ,
ruling over a place, γυνὴ τ. the mistress, Aesch.