πολεμηδόκος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] dor. [[πολεμαδόκος]], den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] dor. [[πολεμαδόκος]], den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
|elnltext=πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πολεμηδόκος:''' Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πολεμηδόκος:''' Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολεμηδόκος:''' дор. [[πολεμαδόκος|πολεμᾱδόκος]] 2 приемлющий войну, т. е. воинственный ([[ὅπλα]] Pind.; [[Ἀθηναία]] Anth.).
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
}}
{{elnl
|elnltext=πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολεμη-[[δόκος]], δοριξ πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ, [[δέχομαι]]<br />war-sustaining, Pind.
|mdlsjtxt=πολεμη-[[δόκος]], δοριξ πολεμᾱ-[[δόκος]], ὁ, ἡ, [[δέχομαι]]<br />war-sustaining, Pind.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμηδόκος Medium diacritics: πολεμηδόκος Low diacritics: πολεμηδόκος Capitals: ΠΟΛΕΜΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: polemēdókos Transliteration B: polemēdokos Transliteration C: polemidokos Beta Code: polemhdo/kos

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον, war-sustaining, epithet of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, IGRom. 4.360.14 (Pergam.);; also π. ὅπλα Pi.P.10.13.

German (Pape)

[Seite 653] dor. πολεμαδόκος, den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμηδόκος -ον, Dor. en Aeol. πολεμᾱδοκος [πόλεμος, δέχομαι] krijgszuchtig.

Russian (Dvoretsky)

πολεμηδόκος: дор. πολεμᾱδόκος 2 приемлющий войну, т. е. воинственный (ὅπλα Pind.; Ἀθηναία Anth.).

Greek Monolingual

δωρ. τ. πολεμαδόκος, -ον, Α
1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος
2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν -η- για μετρικούς λόγους + -δόκος (< δέκομαι / δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.

Greek Monotonic

πολεμηδόκος: Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ (δέχομαι), αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμηδόκος: ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, πολεμικός, ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.

Middle Liddell

πολεμη-δόκος, δοριξ πολεμᾱ-δόκος, ὁ, ἡ, δέχομαι
war-sustaining, Pind.