κόσμημα: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑM [[κόσμημα]]) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που χρησιμεύει για στολισμό, [[στόλισμα]], [[στολίδι]] (α. «έβαλε [[ενέχυρο]] τα κοσμήματα της μητέρας του» β. | |mltxt=το (ΑM [[κόσμημα]]) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που χρησιμεύει για στολισμό, [[στόλισμα]], [[στολίδι]] (α. «έβαλε [[ενέχυρο]] τα κοσμήματα της μητέρας του» β. «γυναικεῖα κοσμήματα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται [[κάποιος]], [[καύχημα]], [[καμάρι]] («ο [[άνθρωπος]] αυτός [[είναι]] το [[κόσμημα]] του χωριού του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυπογραφικό διακοσμητικό [[σχέδιο]] που υπάρχει στο [[κείμενο]] ή στο [[εξώφυλλο]] βιβλίου ή άλλου εντύπου<br /><b>2.</b> [[διακοσμητική]] [[λεπτομέρεια]] ζωγραφικού πίνακα<br /><b>3.</b> μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε [[μελωδία]] για πλουτισμό της<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοσμήματα οροφής»<br /><b>(πετρογρ.)</b> προεκτάσεις ενός πετρώματος [[μέσα]] σε μια μαγματική [[διείσδυση]] που βρίσκεται [[κάτω]] από αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κοσμήματα</i><br />τα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
ατος, τό, ornament, decoration, especially in dress, X.Cyr.7.3.7, Luc.Salt.32, etc.; τὰ πολέμου κ. Pl.Lg.956 b; of adornments buried with the dead, BGU1024. iv 44 (iv A. D.): metaph., of the virtues, Luc.Im.11.
German (Pape)
[Seite 1491] τό, das Geschmückte, der Schmuck; τὸ πολέμου Plat. Legg. XII, 956 a; Xen. Cyr. 7, 3, 7; Sp., wie Luc. somn. 10.
Greek (Liddell-Scott)
κόσμημα: τὸ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «στολίδι», ἰδίως ἐνδυμασίας, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7, Λουκ., κτλ.· τὰ πολέμου κοσμήματα Πλάτ. Νόμ. 956Α· ἐπὶ τῶν ἀρετῶν, Λουκ. Εἰκόν. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
parure, ornement.
Étymologie: κοσμέω.
Greek Monolingual
το (ΑM κόσμημα) κοσμώ
1. καθετί που χρησιμεύει για στολισμό, στόλισμα, στολίδι (α. «έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της μητέρας του» β. «γυναικεῖα κοσμήματα», Πολυδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο μπορεί να καυχιέται κάποιος, καύχημα, καμάρι («ο άνθρωπος αυτός είναι το κόσμημα του χωριού του»)
νεοελλ.
1. τυπογραφικό διακοσμητικό σχέδιο που υπάρχει στο κείμενο ή στο εξώφυλλο βιβλίου ή άλλου εντύπου
2. διακοσμητική λεπτομέρεια ζωγραφικού πίνακα
3. μουσικοί φθόγγοι που παρεμβάλλονται σε μελωδία για πλουτισμό της
4. φρ. «κοσμήματα οροφής»
(πετρογρ.) προεκτάσεις ενός πετρώματος μέσα σε μια μαγματική διείσδυση που βρίσκεται κάτω από αυτό
αρχ.
στον πληθ. τὰ κοσμήματα
τα πολεμικά εμβλήματα («βάμματα δὲ μή προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κόσμημα: τό (κοσμέω), στολίδι, διακόσμηση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κόσμημα: ατος τό украшение Xen., Luc.: τὰ πολέμου κοσμήματα Plat. воинские украшения.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόσμημα -ατος, τό [κοσμέω] versiersel; overdr.: εἰ μὴ κεκόσμηται τοῖς δικαίοις κοσμήμασι als zij (schoonheid) niet getooid is met de juiste geestelijke kwaliteiten Luc. 43.11.
Middle Liddell
κοσμέω
an ornament, decoration, Xen.