ξυνήϊος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυνήϊος]], -ΐη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς [[μαζί]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυνήϊα</i><br />[[κοινή]] [[περιουσία]], πράγματα που ανήκουν σε πολλούς [[μαζί]], [[ιδίως]] η [[κοινή]] [[ιδιοκτησία]] τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα [[κείμενα]] [[πολλά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θε</i>-<i>ήϊος</i>). Ο τ. <i>ξυνήϊα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., [[κατά]] τα <i>ξενήϊα</i>, <i>πρεσβήϊα</i>].
|mltxt=[[ξυνήϊος]], -ΐη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς [[μαζί]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυνήϊα</i><br />[[κοινή]] [[περιουσία]], πράγματα που ανήκουν σε πολλούς [[μαζί]], [[ιδίως]] η [[κοινή]] [[ιδιοκτησία]] τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα [[κείμενα]] [[πολλά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[θεήϊος]]). Ο τ. <i>ξυνήϊα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., [[κατά]] τα <i>ξενήϊα</i>, <i>πρεσβήϊα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνήϊος Medium diacritics: ξυνήϊος Low diacritics: ξυνήϊος Capitals: ΞΥΝΗΪΟΣ
Transliteration A: xynḗïos Transliteration B: xynēios Transliteration C: ksyniios Beta Code: cunh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. and Ion. (ξύνειος is not found), common: neut. pl. ξυνήϊα, τά, common stock, Il.1.124, 23.809.

German (Pape)

[Seite 282] ep. u. ion. für ξύνειος, = ξυνός, gemeinsam; οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
épq. et ion. p. *ξύνειος, c. ξυνός.

Greek Monolingual

ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα
κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θεήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].

Greek Monotonic

ξῡνήϊος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί ξύνειος, που δεν απαντά· ξυνήϊα, κοινή περιουσία, κοινό απόθεμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ξῡνήϊος: эп.-ион. = ξυνός.