ἡδυμελής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ές, angenehm singend; [[ἀηδών]] Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, [[φόρμιγξ]] Pind. Ol. 7, 11, [[φωνή]], ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ές, angenehm singend; [[ἀηδών]] Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, [[φόρμιγξ]] Pind. Ol. 7, 11, [[φωνή]], ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυμελής''': Δωρ. ἁδυμ-, ές, [[ἡδέως]], ᾄδων, [[γλυκύφθογγος]], Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
|lstext='''ἡδυμελής''': Δωρ. ἁδυμ-, ές, [[ἡδέως]], ᾄδων, [[γλυκύφθογγος]], Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠμελής Medium diacritics: ἡδυμελής Low diacritics: ηδυμελής Capitals: ΗΔΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: hēdymelḗs Transliteration B: hēdymelēs Transliteration C: idymelis Beta Code: h(dumelh/s

English (LSJ)

Dor. ἁδυμελής, Aeol. ἀδυμελής, ές, sweet-singing, χελιδοῖ Anacr.67, cf. Sapph.122 (Comp.), Pi.N.2.25; sweet-sounding, ξόανα S.Fr.238, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια σῦριγξ Nonn.D.29.287.

German (Pape)

[Seite 1153] ές, angenehm singend; ἀηδών Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, φόρμιγξ Pind. Ol. 7, 11, φωνή, ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux chants agréables.
Étymologie: ἡδύς, μέλος II.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυμελής: Δωρ. ἁδυμ-, ές, ἡδέως, ᾄδων, γλυκύφθογγος, Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.

Greek Monolingual

-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].

Greek Monotonic

ἡδυμελής: (μέλος), Δωρ. ἁδυ-μ-, -ές, γλυκόφθογγος, αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠμελής: дор. ἁδυμελής 2 (ᾱ) издающий сладкие звуки, сладко поющий (ἀηδών Arph.; φόρμιγξ Pind.; Μοῦσαι Anth.).

Middle Liddell

μέλος
sweet-strained, sweet-singing, Pind.