ὑποσκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(poska/ptw
|Beta Code=u(poska/ptw
|Definition=[[dig under]], [[dig about]], τὰς συκᾶς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.7.5</span>: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. [[undermine]], Eratosth. ap. <span class="bibl">Ath.13.588a</span>; <b class="b3">ὑ. μακρὰ ἅλματα</b> [[mark]] a long leap, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>5.20</span>.
|Definition=[[dig under]], [[dig about]], τὰς συκᾶς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.7.5</span>: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. [[undermine]], Eratosth. ap. <span class="bibl">Ath.13.588a</span>; <b class="b3">ὑ. μακρὰ ἅλματα</b> [[mark]] a long leap, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>5.20</span>.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ouvrir une carrière;<br /><b>2</b> creuser en dessous, miner, saper;<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[σκάπτω]] ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ [[ὑποκονίω]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]] [[αὐτοῦ]] [[ὅπως]] τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, [[αὐτόθεν]] ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
|lstext='''ὑποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[σκάπτω]] ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ [[ὑποκονίω]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]] [[αὐτοῦ]] [[ὅπως]] τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, [[αὐτόθεν]] ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ouvrir une carrière;<br /><b>2</b> creuser en dessous, miner, saper;<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:23, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκάπτω Medium diacritics: ὑποσκάπτω Low diacritics: υποσκάπτω Capitals: ΥΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: hyposkáptō Transliteration B: hyposkaptō Transliteration C: yposkapto Beta Code: u(poska/ptw

English (LSJ)

dig under, dig about, τὰς συκᾶς Thphr.HP2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. undermine, Eratosth. ap. Ath.13.588a; ὑ. μακρὰ ἅλματα mark a long leap, Pi.N.5.20.

French (Bailly abrégé)

1 ouvrir une carrière;
2 creuser en dessous, miner, saper;
3 fouiller le sol pour façonner.
Étymologie: ὑπό, σκάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω ὑποκάτω, σκάπτω ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ ὑποκονίω, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, σκάπτω ὑποκάτω αὐτοῦ ὅπως τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. σκάπτω ΙΙ. 3, βατὴρ 2.

Greek Monolingual

ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν σκάπτω
σκάβω αποκάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. υπονομεύω
2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση του συναδέλφου του»)
αρχ.
1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά
2. σχηματίζω μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, καθώς βαδίζω.

Greek Monotonic

ὑποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω από κάτω, ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, μαρκάρω, σημαδεύω, σημειώνω ένα μακρύ άλμα, πήδημα με μία γραμμή, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσκάπτω: рыть внизу: ὑ. μακρὰ ἅλματα Pind. отмечать ямками длинные прыжки (на состязаниях).

Middle Liddell

fut. ψω
to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to mark a long leap by a line, Pind.