πολυαρκής: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyarkis | |Transliteration C=polyarkis | ||
|Beta Code=poluarkh/s | |Beta Code=poluarkh/s | ||
|Definition=ές, ([[ἀρκέω]]) < | |Definition=ές, ([[ἀρκέω]])<br><span class="bld">A</span> [[much-helpful]], [[supplying many wants]], mostly in Sup. πολυαρκέστατος, ([[ποταμός]]) Hdt.4.53; γῆ D.H.1.36; [[πόλις]] Plu.Alex.26; [[λογισμός]] Ael.NA Prooem.; τὸ πολυαρκὲς τῆς [[ταριχεία]]ς = the [[hardening]] [[effect]] of [[embalming]], [[durability]], Luc.Nec.15. Adv. [[πολυαρκῶς]] = [[completely sufficiently]] Hsch.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀσφόδελος]], Gloss. (dub.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:19, 31 August 2022
English (LSJ)
ές, (ἀρκέω)
A much-helpful, supplying many wants, mostly in Sup. πολυαρκέστατος, (ποταμός) Hdt.4.53; γῆ D.H.1.36; πόλις Plu.Alex.26; λογισμός Ael.NA Prooem.; τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας = the hardening effect of embalming, durability, Luc.Nec.15. Adv. πολυαρκῶς = completely sufficiently Hsch.
2 = ἀσφόδελος, Gloss. (dub.).
German (Pape)
[Seite 659] ές, für Viele, oder sehr hinreichend; Luc. Necyom. 15 u. Sp.; πολυαρκέστατος ποταμός, Her. 4, 53, sehr groß, wie πόλις Plut. Alex. 26; γῆ, D. Hal. 1, 36. – Adv. πολυαρκῶς, erkl. Hesych. τελείως ἀρκῶν.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ λίαν βοηθητικός, ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη πόλις Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ διάρκεια, Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ζηκίδην γραπτέον πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;
Sp. πολυαρκέστατος.
Étymologie: πολύς, ἀρκέω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής
άλλη ονομασία του φυτού ασφόδελος
3. το ουδ. ως ουσ. το πολυαρκές
η διάρκεια («διά το πολυαρκές της ταριχείας» Λουκιαν.).
επίρρ...
πολυαρκώς
εντελώς επαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ-αρκής].
Greek Monotonic
πολυαρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· τὸπολυαρκές, ανθεκτικότητα, αντοχή, σταθερότητα, διάρκεια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πολυαρκής: богатейший, изобильный (ποταμός Her.; πόλις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.
Middle Liddell
πολυ-αρκής, ές ἀρκέω
much-helpful, supplying many wants, Hdt.: —τὸ π. durability, Luc.