εὐστοχία: Difference between revisions
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu)stoxi/a | |Beta Code=eu)stoxi/a | ||
|Definition=Ep. εὐστοχίη, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skill in shooting at a mark]], [[good aim]], ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1239</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Call. <span class="title">Dian.</span>217</span>, <span class="bibl">Pancrat.<span class="title">Oxy.</span>1085.8</span>; <b class="b3">χερὸς εὐ</b>., periphr. for [[a bow]], <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span> 812</span> (lyr.): in later Prose, <span class="bibl">D.S.5.18</span>: pl., <span class="bibl">Id.3.25</span>: metaph., εὐ. καὶροῦ Plu.2.74d. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[sagacity]], [[shrewdness]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1142b2</span>, <span class="bibl">Plb.18.33.7</span>; <b class="b3">χειρῶν εὐ</b>., of artists, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>25</span>, cf. <span class="title">APl.</span>4.310 (Damocharis), etc.; εὐ. μνήμης <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>11</span> H.</span> | |Definition=Ep. εὐστοχίη, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skill in shooting at a mark]], [[good aim]], ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1239</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Call. <span class="title">Dian.</span>217</span>, <span class="bibl">Pancrat.<span class="title">Oxy.</span>1085.8</span>; <b class="b3">χερὸς εὐ</b>., periphr. for [[a bow]], <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span> 812</span> (lyr.): in later Prose, <span class="bibl">D.S.5.18</span>: pl., <span class="bibl">Id.3.25</span>: metaph., εὐ. καὶροῦ Plu.2.74d. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[sagacity]], [[shrewdness]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1142b2</span>, <span class="bibl">Plb.18.33.7</span>; <b class="b3">χειρῶν εὐ</b>., of artists, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>25</span>, cf. <span class="title">APl.</span>4.310 (Damocharis), etc.; εὐ. μνήμης <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>11</span> H.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habileté à viser, à toucher le but;<br /><b>2</b> habileté à saisir l'occasion.<br />'''Étymologie:''' [[εὔστοχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐστοχία''': ἡ, τὸ εὖ στοχάζεσθαι, εὐστόχως βάλλειν, [[ἐπιτυχία]], ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται Εὐρ. Ι. Τ. 1239· χερὸς εὐστ., περιφρ. ἀντὶ τόξου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 811: - μεταφ., εὐστ. καιροῦ Πλούτ. 2. 74D. ΙΙ. μεταφ., [[ὀξύτης]], εὐφυΐα, ἀγχίνοια, Λατ. acumen, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6, 9, 2· χειρῶν εὐστ., ἐπὶ ζωγράφων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 310. | |lstext='''εὐστοχία''': ἡ, τὸ εὖ στοχάζεσθαι, εὐστόχως βάλλειν, [[ἐπιτυχία]], ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται Εὐρ. Ι. Τ. 1239· χερὸς εὐστ., περιφρ. ἀντὶ τόξου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 811: - μεταφ., εὐστ. καιροῦ Πλούτ. 2. 74D. ΙΙ. μεταφ., [[ὀξύτης]], εὐφυΐα, ἀγχίνοια, Λατ. acumen, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6, 9, 2· χειρῶν εὐστ., ἐπὶ ζωγράφων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 310. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
Ep. εὐστοχίη, ἡ, A skill in shooting at a mark, good aim, ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται E.IT1239 (lyr.), cf. Call. Dian.217, Pancrat.Oxy.1085.8; χερὸς εὐ., periphr. for a bow, E.Tr. 812 (lyr.): in later Prose, D.S.5.18: pl., Id.3.25: metaph., εὐ. καὶροῦ Plu.2.74d. II metaph., sagacity, shrewdness, Arist.EN1142b2, Plb.18.33.7; χειρῶν εὐ., of artists, D.H.Comp.25, cf. APl.4.310 (Damocharis), etc.; εὐ. μνήμης Ph.Fr.11 H.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 habileté à viser, à toucher le but;
2 habileté à saisir l'occasion.
Étymologie: εὔστοχος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστοχία: ἡ, τὸ εὖ στοχάζεσθαι, εὐστόχως βάλλειν, ἐπιτυχία, ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται Εὐρ. Ι. Τ. 1239· χερὸς εὐστ., περιφρ. ἀντὶ τόξου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 811: - μεταφ., εὐστ. καιροῦ Πλούτ. 2. 74D. ΙΙ. μεταφ., ὀξύτης, εὐφυΐα, ἀγχίνοια, Λατ. acumen, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6, 9, 2· χειρῶν εὐστ., ἐπὶ ζωγράφων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 310.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐστοχία, Α και εὐστοχίη) εύστοχος
1. η δεξιότητα στην επιτυχία του σκοπού, η επιτυχία βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», Ευρ.
β. «ευστοχία πυροβόλου»)
2. η επιδεξιότητα στο να παίρνει κάποιος τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται της σωστής ευκαιρίας
3. ορθότητα σκέψεως, οξύνοια, ευφυΐα («ἔστι δὲ εὐστοχία τις ἡ ἀγχίνοια», Αριστοτ.)
4. (για ζωγράφους) δεξιότητα στην απεικόνιση.
Greek Monotonic
εὐστοχία: ἡ,
I. ικανότητα, επιδεξιότητα στο σημάδι ενός στόχου, καλό σημάδι, σε Ευρ.· χερὸς εὐστ., περιφρ. λέγεται για τόξο, στον ίδ.
II. μεταφ., ταχύτητα στην πρόβλεψη, εκτίμηση, οξύνοια, ευφυία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστοχία: ἡ
1) меткость (τόξων, χερός Eur.): εὐστοχίης βέλη Anth. меткие стрелы;
2) остроумие, проницательность Arst.;
3) ловкость: εὐ. καιροῦ Plut. умение пользоваться случаем.
Middle Liddell
εὐστοχία, ἡ,
I. skill in shooting at a mark, good aim, Eur.; χερὸς εὐστ., periphr. for a bow, Eur.
II. metaph. quickness in guessing, sagacity, Arist.