ἐπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] (s. [[πίπτω]]), noch dazu hineinfallen, einbrechen, βρονταὶ καὶ πρηστῆρες Her. 7, 42; von Menschen, eindringen, Soph. O. C. 919; Eur. u. A.; αὐτοῖς πίνουσι, überfallen, Xen. Cyr. 7, 5, 27, wie ναυσταθμοῖς Eur. Rhes. 448; aber auch τὴν πόλιν, Herc. Fur. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] (s. [[πίπτω]]), noch dazu hineinfallen, einbrechen, βρονταὶ καὶ πρηστῆρες Her. 7, 42; von Menschen, eindringen, Soph. O. C. 919; Eur. u. A.; αὐτοῖς πίνουσι, überfallen, Xen. Cyr. 7, 5, 27, wie ναυσταθμοῖς Eur. Rhes. 448; aber auch τὴν πόλιν, Herc. Fur. 34.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπεισπεσοῦμαι;<br /><b>1</b> tomber l'un après l'autre <i>ou</i> à coups redoublés sur;<br /><b>2</b> faire irruption dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισπίπτω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, [[εἰσπίπτω]], εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, [[εἰσβάλλω]], ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
|lstext='''ἐπεισπίπτω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, [[εἰσπίπτω]], εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, [[εἰσβάλλω]], ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπεισπεσοῦμαι;<br /><b>1</b> tomber l'un après l'autre <i>ou</i> à coups redoublés sur;<br /><b>2</b> faire irruption dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπίπτω Medium diacritics: ἐπεισπίπτω Low diacritics: επεισπίπτω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epeispíptō Transliteration B: epeispiptō Transliteration C: epeispipto Beta Code: e)peispi/ptw

English (LSJ)

A fall or burst in upon, c. dat., ναυστάθμοις E.Rh.448; ἐ. αὐτοῖς πίνουσι X.Cyr.7.5.27: also c. acc., ἐ. πόλιν E.HF34: abs., τὰ ἐπεσπίπτοντα Hp.Vict.1.10; burst in, S.OC915, E.Hec.1042, J.BJ6.9.4. 2 fall upon, βρονταὶ καὶ πρηστῆρές τινι ἐπεσπίπτουσι Hdt.7.42. 3 metaph., ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη Critias 6.14.

German (Pape)

[Seite 912] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen, einbrechen, βρονταὶ καὶ πρηστῆρες Her. 7, 42; von Menschen, eindringen, Soph. O. C. 919; Eur. u. A.; αὐτοῖς πίνουσι, überfallen, Xen. Cyr. 7, 5, 27, wie ναυσταθμοῖς Eur. Rhes. 448; aber auch τὴν πόλιν, Herc. Fur. 34.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπεισπεσοῦμαι;
1 tomber l'un après l'autre ou à coups redoublés sur;
2 faire irruption dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπίπτω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, εἰσπίπτω, εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, εἰσβάλλω, ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) πίπτω ἐπάνω τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.

Greek Monolingual

ἐπεισπίπτω (Α)
1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου
2. ορμώ μέσα
3. πέφτω πάνω σε κάτι
4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη»).

Greek Monotonic

ἐπεισπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
1. πέφτω, ορμώ πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., εισβάλλω, σε Σοφ.
2. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για αστραπή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπίπτω: ион. ἐπεσπίπτω (fut. ἐπεισπεσοῦμαι)
1) врываться, вторгаться (ναυσταθμοῖς, но πόλιν Eur.);
2) нападать (τινί Xen., Plut.);
3) падать, поражать (βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι Her.).

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
1. to fall in upon, c. dat., Eur., Xen.; c. acc., Eur.:—absol. to burst in, Soph.
2. to fall upon, of lightning, Hdt.