ἐσσύμενος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] partic. von [[σεύω]], w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] partic. von [[σεύω]], w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=qui s'élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l'inf. pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[σεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσσύμενος''': -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ [[σεύω]] (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[πρόθυμος]], παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· [[πρόθυμος]], ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.
|lstext='''ἐσσύμενος''': -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ [[σεύω]] (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[πρόθυμος]], παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· [[πρόθυμος]], ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.
}}
{{bailly
|btext=qui s'élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l'inf. pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[σεύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:37, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσσύμενος Medium diacritics: ἐσσύμενος Low diacritics: εσσύμενος Capitals: ΕΣΣΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: essýmenos Transliteration B: essymenos Transliteration C: essymenos Beta Code: e)ssu/menos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of σεύω (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.), A hurrying, eager, impetuous, Il.6.518, Pi.P.4.135; eager, yearning for, c. gen., πολέμου, ὁδοῖο, Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., πολεμίζειν, ἀλύξαι, Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73; ἐλαύνειν Pi.Fr.107.5. II Adv. ἐσσυμένως = furiously, eagerly, ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο, Il.15.698, Od.14.347, cf.Pi.Fr.166,APl.4.43.

German (Pape)

[Seite 1043] partic. von σεύω, w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

qui s'élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l'inf. pour faire qch.
Étymologie: part. pf. Pass. de σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσσύμενος: -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ σεύω (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, ὁρμητικός, πρόθυμος, παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· πρόθυμος, ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.

English (Autenrieth)

see σεύω.

Greek Monolingual

ἐσσύμενος, -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του σεύω)
1. ορμητικός, πρόθυμος
2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
ἐσσυμένως
ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐσσύμενος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του σεύω·
I. βιαστικός, βίαιος, σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόθυμος, αυτός που επιθυμεί κάτι διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.
II. επίρρ., ἐσσῠμένως, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐσσύμενος: (ῠ) [part. pf. pass. к σεύω стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть.

Middle Liddell

ἐσσύμενος, η, ον part. perf. pass. of σεύω,]
I. hurrying, vehement, eager, impetuous, Il.:— eager, yearning for a thing, c. gen., Hom.; also c. inf., Hom.
II. adv. ἐσσῠμένως, hurriedly, furiously, Hom.