μεγαλοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, das Wesen u. Betragen des [[μεγαλοπρεπής]], Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ [[ἐλευθεριότης]], Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen [[ἀπειροκαλία]] u. [[μικροπρέπεια]] ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, das Wesen u. Betragen des [[μεγαλοπρεπής]], Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ [[ἐλευθεριότης]], Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen [[ἀπειροκαλία]] u. [[μικροπρέπεια]] ist.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />magnificence, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοπρέπεια''': Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ [[ἰδιότης]] τοῦ μεγαλοπρεποῦς, [[λαμπρότης]], Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
|lstext='''μεγᾰλοπρέπεια''': Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ [[ἰδιότης]] τοῦ μεγαλοπρεποῦς, [[λαμπρότης]], Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />magnificence, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπρέπεια Medium diacritics: μεγαλοπρέπεια Low diacritics: μεγαλοπρέπεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: megaloprépeia Transliteration B: megaloprepeia Transliteration C: megaloprepeia Beta Code: megalopre/peia

English (LSJ)

Ion. μεγᾰλοπρεπ-είη, ἡ, A magnificence, as a quality of persons, Hdt.1.139, 3.125, Pl.R.486a, Isoc.9.2, Arist.EN1107b17, etc. II of style, elevation, D.H.Comp.16, Th.23, Demetr.Eloc.37. III as a title, ἡ σὴ μ. Just.Nov.41 Praef.; ἡ αὐτοῦ μ. POxy.1163.4 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευθεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
magnificence, générosité.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπρέπεια: Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ ἰδιότης τοῦ μεγαλοπρεποῦς, λαμπρότης, Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.

Greek Monolingual

η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) μεγαλοπρεπής
1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο
2. πλούτος, πολυτέλεια
3. το υψηλό ύφος του λόγου
4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.).

Greek Monotonic

μεγᾰλοπρέπεια: Ιων. -είη, ἡ, το χαρακτηριστικό του μεγαλοπρεπή, μεγαλοπρέπεια, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπρέπεια: ион. μεγᾰλοπρεπείη ἡ склонность к роскоши, великолепие, тж. щедрость Her. etc.

Middle Liddell

μεγᾰλοπρέπεια, Ionic -είη, ἡ,
the character of a μεγαλοπρεπής, magnificence, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

magnificence, splendor, splendour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)