αἶπος: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. contr. -ους]<br /><b class="num">1</b> [[altura]], [[elevación]], [[montaña]] Ἀθῷον [[αἶπος]] Ζηνός A.<i>A</i>.285, [[Ἀραχναῖον]] A.<i>A</i>.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς [[αἶπος]] marchar cuesta arriba</i> Hp.<i>Morb</i>.2.51, ἰέναι Hp.<i>Morb</i>.2.70, fig. ([[δαίμων]]) πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba</i> E.<i>Alc</i>.500.<br /><b class="num">2</b> fig. [[agotamiento]], [[esfuerzo]] [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino</i> E.<i>Ph</i>.851, cf. Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[αἰπύς]].
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. contr. -ους]<br /><b class="num">1</b> [[altura]], [[elevación]], [[montaña]] Ἀθῷον [[αἶπος]] Ζηνός A.<i>A</i>.285, [[Ἀραχναῖον]] A.<i>A</i>.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς [[αἶπος]] marchar cuesta arriba</i> Hp.<i>Morb</i>.2.51, ἰέναι Hp.<i>Morb</i>.2.70, fig. ([[δαίμων]]) πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba</i> E.<i>Alc</i>.500.<br /><b class="num">2</b> fig. [[agotamiento]], [[esfuerzo]] [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino</i> E.<i>Ph</i>.851, cf. Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[αἰπύς]].
}}
{{bailly
|btext=εος, <i>att.</i> ους (τό) :<br />escarpement ; hauteur, montagne ; πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται EUR il va gravir l'escarpement <i>en parl. d'une tâche ardue</i>.<br />'''Étymologie:''' [[αἰπύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἶπος''': -εος, τό, ([[αἰπύς]]) [[ὕψωμα]], [[ἀκρώρεια]], κρημνὸς [[ἀπότομος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. [[ἀπότομος]]: ― πρὸς [[αἶπος]] ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, [[ἀναβαίνω]] μετὰ κόπου [[ὕψωμα]], Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) [[εἶναι]] ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «[[αἶπος]]· [[κάματος]].» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἐν τῷ κειμένῳ [[εἶναι]] ἆπος).
|lstext='''αἶπος''': -εος, τό, ([[αἰπύς]]) [[ὕψωμα]], [[ἀκρώρεια]], κρημνὸς [[ἀπότομος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. [[ἀπότομος]]: ― πρὸς [[αἶπος]] ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, [[ἀναβαίνω]] μετὰ κόπου [[ὕψωμα]], Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) [[εἶναι]] ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «[[αἶπος]]· [[κάματος]].» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἐν τῷ κειμένῳ [[εἶναι]] ἆπος).
}}
{{bailly
|btext=εος, <i>att.</i> ους (τό) :<br />escarpement ; hauteur, montagne ; πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται EUR il va gravir l'escarpement <i>en parl. d'une tâche ardue</i>.<br />'''Étymologie:''' [[αἰπύς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπος Medium diacritics: αἶπος Low diacritics: αίπος Capitals: ΑΙΠΟΣ
Transliteration A: aîpos Transliteration B: aipos Transliteration C: aipos Beta Code: ai)=pos

English (LSJ)

εος, τό, (αἰπύς) height, steep, A.Ag.285,309, etc.; πρὸς αἶπος ὁδοιπορῆσαι, ἰέναι to toil up-hill, Hp.Morb.2.51,70; πρὸς αἶπος ἔρχεται, metaph. of a difficult task, E.Alc.500: hence αἶ. (v.l. ἆπος ) ἐκβαλὼν ὁδοῦ, i.e. the weariness of the ascent (expl. by Hsch. as κάματος), Id.Ph.851 (unless ἐκβαλών = 'forgetting').

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 altura, elevación, montaña Ἀθῷον αἶπος Ζηνός A.A.285, Ἀραχναῖον A.A.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς αἶπος marchar cuesta arriba Hp.Morb.2.51, ἰέναι Hp.Morb.2.70, fig. (δαίμων) πρὸς αἶπος ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba E.Alc.500.
2 fig. agotamiento, esfuerzo αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino E.Ph.851, cf. Hsch.
• Etimología: Cf. αἰπύς.

French (Bailly abrégé)

εος, att. ους (τό) :
escarpement ; hauteur, montagne ; πρὸς αἶπος ἔρχεται EUR il va gravir l'escarpement en parl. d'une tâche ardue.
Étymologie: αἰπύς.

Greek (Liddell-Scott)

αἶπος: -εος, τό, (αἰπύς) ὕψωμα, ἀκρώρεια, κρημνὸς ἀπότομος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. ἀπότομος: ― πρὸς αἶπος ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, ἀναβαίνω μετὰ κόπου ὕψωμα, Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς αἶπος ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) εἶναι ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, διότι ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «αἶπος· κάματος.» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 (ἔνθα ὅμως ἐν τῷ κειμένῳ εἶναι ἆπος).

Greek Monotonic

αἶπος: -εος, τό (αἰπύς), ύψωμα, γκρεμός, σε Αισχύλ.· πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, μεταφ., λέγεται για δύσκολη επιχείρηση, για δύσκολο έργο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἶπος: εος τό
1) высота, крутизна, круча, гора (Ἀθῷον αἶ. Aesch.; Παρνάσσιον αἶ Theocr.);
2) трудность, трудная задача: πρὸς αἶ. ἔρχεσθαι Eur. быть трудным; αἶ. ὁδοῦ Eur. утомительность пути.

Middle Liddell

αἰπύς
a height, a steep, Aesch.:— πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, metaph. of a difficult task, Eur.

Frisk Etymology German

αἶπος: {aĩpos}
Grammar: n.
Meaning: steile, schroffe Höhe (A., E., Hp. u. a.);
Derivative: davon αἰπεινός (< *αἰπεσνός) steil (poet. seit Il.). Dagegen ist αἰπήεις (αἰπήεσσαν Φ 87, danach A. R. 2, 721 und AP 7, 273) nur eine Erweiterung von αἰπύς (Schwyzer 527: 3; verfehlt Thieme Studien 71). — Neben αἶπος steht αἰπύς steil, jäh (meist ep. und poet. seit Il.). Die abweichende Stammbildung in αἰπά (αἰπὰ ῥέεθρα Θ 369, Versende) und αἰπήν (πόλιν ... αἰπήν γ 130 usw., immer am Versende) ist offenbar metrisch bedingt. Hierher wahrscheinlich αἶψα, s. d.
Etymology: Unerklärt; phantastisch Brugmann IF 37, 155 ff.
Page 1,43

English (Woodhouse)

hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)