ἀγρευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] ῆρος, ὁ, der Fänger, Jäger, Callim. Dian. 218; ἰχθύος Theocr. 21, 6; auch adj., ἄνδρες Opp. C. 1, 35; κύνες 3, 456; ἀγρευτῆρι λίνῳ Man. 5, 279.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] ῆρος, ὁ, der Fänger, Jäger, Callim. Dian. 218; ἰχθύος Theocr. 21, 6; auch adj., ἄνδρες Opp. C. 1, 35; κύνες 3, 456; ἀγρευτῆρι λίνῳ Man. 5, 279.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 21. 6, Καλλ. Ἄρτ. 218, Ἀνθ. Π. 7. 578. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγρ. κύνες, Ὀππ. Κυν. 3. 456· ἀγρευτῆρι λίνῳ, ὅ ἐ. διὰ δικτύου ἁλιευτικοῦ, Μανέθ. 5. 279.
|lstext='''ἀγρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 21. 6, Καλλ. Ἄρτ. 218, Ἀνθ. Π. 7. 578. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγρ. κύνες, Ὀππ. Κυν. 3. 456· ἀγρευτῆρι λίνῳ, ὅ ἐ. διὰ δικτύου ἁλιευτικοῦ, Μανέθ. 5. 279.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρευτήρ:''' -ῆρος, ὁ = το επόμ., σε Θεόκρ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀγρευτήρ:''' -ῆρος, ὁ = το επόμ., σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 11:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρευτήρ Medium diacritics: ἀγρευτήρ Low diacritics: αγρευτήρ Capitals: ΑΓΡΕΥΤΗΡ
Transliteration A: agreutḗr Transliteration B: agreutēr Transliteration C: agreftir Beta Code: a)greuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = ἀγρευτής (hunter, trap), Theoc. 21.6, Call. Dian. 218, AP 7.578 (Agath.). as Adj., ἀ. κύνες Opp. C. 3.456 ; ἀγρευτῆρι λίνῳ, i.e. with fishing-net, Man. 5.279.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 cont. cazador o pescador Καλυδωνίου κάπροιο Call.Dian.218, ἰχθύος Theoc.21.6, cf. AP 7.578 (Agath.), ἀγρευτῆρι πανείκελος Nonn.D.42.126, ἁλίπλοοι ἀγρευτῆρες Opp.H.1.272, cf. Leon.2270P.
2 como adj. de caza cont. de pesca κύνες Opp.C.3.456, Nonn.D.44.290, ἀγρευτῆρι λίνῳ Man.5.279.

German (Pape)

[Seite 22] ῆρος, ὁ, der Fänger, Jäger, Callim. Dian. 218; ἰχθύος Theocr. 21, 6; auch adj., ἄνδρες Opp. C. 1, 35; κύνες 3, 456; ἀγρευτῆρι λίνῳ Man. 5, 279.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: ἀγρεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 21. 6, Καλλ. Ἄρτ. 218, Ἀνθ. Π. 7. 578. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγρ. κύνες, Ὀππ. Κυν. 3. 456· ἀγρευτῆρι λίνῳ, ὅ ἐ. διὰ δικτύου ἁλιευτικοῦ, Μανέθ. 5. 279.

Greek Monotonic

ἀγρευτήρ: -ῆρος, ὁ = το επόμ., σε Θεόκρ., Ανθ.