ἀμαθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμᾰθύνω)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[reducir a polvo o ceniza]] πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει <i>Il</i>.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645<br /><b class="num">•</b>[[destruir]], [[aniquilar]] ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.<i>Eu</i>.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.<i>D</i>.34.289, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[reducirse]], [[derrumbarse]] κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.<br /><b class="num">2</b> [[cubrir de arena]] κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza</i>, <i>h.Merc</i>.140.
|dgtxt=(ἀμᾰθύνω)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[reducir a polvo o ceniza]] πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει <i>Il</i>.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645<br /><b class="num">•</b>[[destruir]], [[aniquilar]] ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.<i>Eu</i>.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.<i>D</i>.34.289, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[reducirse]], [[derrumbarse]] κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.<br /><b class="num">2</b> [[cubrir de arena]] κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza</i>, <i>h.Merc</i>.140.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. ou ao.</i><br />réduire en poussière.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμαθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμᾰθύνω''': [ῡ] ([[ἄμαθος]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι [[ἰσόπεδον]] τῇ ἄμμῳ ἢ [[μεταβάλλω]] τι εἰς κόνιν, [[χῶμα]], παντελῶς [[καταστρέφω]]· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ [[ἴχνος]] τοῦ πράγματος, [[ὁμαλίζω]], κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.
|lstext='''ἀμᾰθύνω''': [ῡ] ([[ἄμαθος]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι [[ἰσόπεδον]] τῇ ἄμμῳ ἢ [[μεταβάλλω]] τι εἰς κόνιν, [[χῶμα]], παντελῶς [[καταστρέφω]]· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ [[ἴχνος]] τοῦ πράγματος, [[ὁμαλίζω]], κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. ou ao.</i><br />réduire en poussière.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμαθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:01, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰθύνω Medium diacritics: ἀμαθύνω Low diacritics: αμαθύνω Capitals: ΑΜΑΘΥΝΩ
Transliteration A: amathýnō Transliteration B: amathynō Transliteration C: amathyno Beta Code: a)maqu/nw

English (LSJ)

(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in Q.S.14.645) aor.:—A level with the dust, utterly destroy, πόλιν Il.9.593; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα A.Eu.937 (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα Theoc.2.26:—Pass., Q.S.2.334. 2 scatter like sand, h.Merc.140.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰθύνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 reducir a polvo o ceniza πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει Il.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645
destruir, aniquilar ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.Eu.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.D.34.289, cf. Hsch.
en v. med. reducirse, derrumbarse κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.
2 cubrir de arena κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza, h.Merc.140.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ou ao.
réduire en poussière.
Étymologie: ἄμαθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος) Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι ἰσόπεδον τῇ ἄμμῳ ἢ μεταβάλλω τι εἰς κόνιν, χῶμα, παντελῶς καταστρέφω· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν οὕτως ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ ἴχνος τοῦ πράγματος, ὁμαλίζω, κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.

English (Autenrieth)

(ἄμαθος): reduce to dust; πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει, Il. 9.593†.

Greek Monolingual

ἀμαθύνω (Α) ἄμαθος (ΙΙ)]
1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω
2. (για πρόσωπα) εξοντώνω,
3. επικαλύπτω, σκεπάζω.

Greek Monotonic

ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος), μόνο στον ενεστ. και παρατ.
1. κάνω κάτι ισόπεδο με την άμμο, καταστρέφω ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
2. εξαλείφω, εξομαλύνω, κόνιν, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰθύνω: (ᾰμ)
1) обращать в прах или в пепел (πόλιν Hom.; τινά Aesch.; σάρκα Theocr.);
2) покрывать пылью (χαίτην Anth.);
3) разгребать (κόνιν μέλαιναν HH).

Middle Liddell

ἄμαθος only in pres. and imperf.]
1. to level with the sand, utterly destroy, Il., Aesch.
2. to spread smooth, level, κόνιν h. Hom.