ἀμφιμάχομαι: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[μάχομαι]]), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[μάχομαι]]), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf. 3ᵉ pl.</i> ἀμφεμάχοντο;<br /><b>1</b> combattre autour de, acc.;<br /><b>2</b> combattre pour, au sujet de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιμάχομαι''': [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., [[μάχομαι]] ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = [[προσβάλλω]], ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = [[μάχομαι]] [[περί]] τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20. | |lstext='''ἀμφιμάχομαι''': [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., [[μάχομαι]] ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = [[προσβάλλω]], ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = [[μάχομαι]] [[περί]] τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. Verb, only pres and impf., A fight round: 1 c. acc., assail, besiege, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Il.6.461; Τρώων πόλιν 9.412; στρατόν 16.73. 2 c. gen., fight for, as for a prize, of defenders and assallants, τείχεος ἀμφεμάχοντο 15.391; νέκυος δὲ δὴ ἀ. 18.20; χώρας SIG527.151 (Dreros, iii B. C.).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 luchar en torno a, sitiar c. ac. Ἴλιον Il.6.461, cf. 9.412, στρατόν Il.16.73
•abs. ἤν πως ἐνθάδε πουλὺν ἔτι χρόνον ἀμφιμάχωνται Q.S.10.32.
2 c. gen. luchar, pelear por τείχεος Il.15.391, νέκυος Il.18.20, ἕνεκα τᾶς χώρας ἁμᾶς, τᾶς ἀμφιμαχόμεθα ICr.1.9.1.151 (Drero III/II a.C.)
•c. dat. ἀλλά οἱ ἀμφεμάχοντο Q.S.3.220
•c. prep. ἀμφιμάχονται ἄστυ περὶ σφέτερον Q.S.12.64.
German (Pape)
[Seite 141] (s. μάχομαι), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ pl. ἀμφεμάχοντο;
1 combattre autour de, acc.;
2 combattre pour, au sujet de, gén..
Étymologie: ἀμφί, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., μάχομαι ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = προσβάλλω, ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = μάχομαι περί τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20.
English (Autenrieth)
fight around or for; πόλιν, Il. 9.412; νέκυος, τείχεος (as for a prize), Il. 15.391. (Il.)
Greek Monolingual
ἀμφιμάχομαι (Α)
1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ
2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάχομαι.
Greek Monotonic
ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., παλεύω γύρω από·
1. με αιτ., προσβάλλω, εφορμώ, πολιορκώ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., παλεύω για, αγωνίζομαι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιμάχομαι: сражаться вокруг, осаждать, штурмовать, атаковать (πόλιν, στρατόν Hom.): ἀ. τινος Hom. вести бой из-за кого(чего)-л.
Middle Liddell
1. Dep., only in pres. and imperf., to fight round:
1. c. acc. to besiege, Il.
2. c. gen. to fight for, Il.