ἁλιτενής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0098.png Seite 98]] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, [[πέτρα]] Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; [[θάλασσα]] App. B. Civ. 2, 84; [[πόρος]] Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben [[ταπεινός]] Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0098.png Seite 98]] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, [[πέτρα]] Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; [[θάλασσα]] App. B. Civ. 2, 84; [[πόρος]] Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben [[ταπεινός]] Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui s'étend vers la mer <i>ou</i> le long de la mer;<br /><b>2</b> qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[τείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιτενής''': -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. [[ἐπίπεδος]], [[χαμηλός]], ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., [[περίπατος]] ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, [[χαμηλός]], Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἀβαθής]], Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.
|lstext='''ἁλιτενής''': -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. [[ἐπίπεδος]], [[χαμηλός]], ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., [[περίπατος]] ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, [[χαμηλός]], Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἀβαθής]], Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui s'étend vers la mer <i>ou</i> le long de la mer;<br /><b>2</b> qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[τείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῐτενής Medium diacritics: ἁλιτενής Low diacritics: αλιτενής Capitals: ΑΛΙΤΕΝΗΣ
Transliteration A: halitenḗs Transliteration B: halitenēs Transliteration C: alitenis Beta Code: a(litenh/s

English (LSJ)

ές, A projecting into the sea, πέτρα D.S.3.44, Longus 2.12; ἄκρα, χερρόνησος, Str.8.2.3, 7.3.19, cf. Posidon. 66, Arr.Ind.21.9, Eun. Hist.p.241 D.; ambulatio ἁλιτενής = walk by the shore, Cic.Att.14.13.1. II of ships, of light draught, Callix. 1, Plu.Them.14. III of the sea, shallow, Plb.4.39.3, App.BC2.84.

Spanish (DGE)

(ἁλῐτενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ac. no contr. ἁλιτενέα Arr.Ind.21.9]
I 1que sale del mar, que se levanta sobre el mar νῆσοι E.Fr.87b.10, cf. Arr.l.c., πέτραι D.S.3.44, Longus 2.12.3, ἄκρα Str.8.2.3, cf. 7.3.19, Posidon.245, Eun.Hist.29.2.
2 que se extiende por la costa, a la orilla del mar, ambulatio ἁλιτενής paseo a la orilla del mar Cic.Att.367.1.
3 de zonas marítimas poco profundo Κιμμερικὸς Βόσπορος Plb.4.39.3, τῆς θαλάσσης οὔσης ἁλιτενοῦς καὶ μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχεροῦς App.BC 2.84.
II de barcos de poco calado Callix.1, Plu.Them.14.

German (Pape)

[Seite 98] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, πέτρα Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; θάλασσα App. B. Civ. 2, 84; πόρος Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben ταπεινός Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui s'étend vers la mer ou le long de la mer;
2 qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).
Étymologie: ἅλς¹, τείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιτενής: -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. ἐπίπεδος, χαμηλός, ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., περίπατος ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, χαμηλός, Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἀβαθής, Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.

Greek Monolingual

ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ἁλῐτενής: -ές (ἅλς, τείνω), εκτεινόμενος κατά μήκος της θάλασσας, επίπεδος, χαμηλός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιτενής:
1) тянущийся вдоль моря, приморский (πέτρα Diod., Cic.);
2) неглубокий, мелкий (τὸ τῆς Μαιώτιδος στόμα Polyb.; πόρος ἁ. καὶ στενός Diod.);
3) плоскодонный (ναῦς Plut.).

Middle Liddell

[ἅλς, τείνω
stretching along the sea, level, flat, Plut.