εἰσβιβάζω: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς [[ναῦς]] πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς [[νέας]] Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς [[ἅρμα]], auf den Wagen setzen, Her. 1, 60. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς [[ναῦς]] πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς [[νέας]] Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς [[ἅρμα]], auf den Wagen setzen, Her. 1, 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> faire entrer dans;<br /><b>2</b> embarquer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βιβάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ [[εἰσβαίνω]], [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], τὸν στρατὸν εἰς τὰς [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60. | |lstext='''εἰσβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ [[εἰσβαίνω]], [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], τὸν στρατὸν εἰς τὰς [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:51, 1 October 2022
English (LSJ)
causal of εἰσβαίνω, A put on board ship, τὸν στρατὸν [ἐς τὰς νέας] Hdt.6.95, cf. Th.7.60, etc.; τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας εἰ. impress them, Isoc.8.48. 2 generally, make to go into, ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60; ἐς ἅρμα Id.1.60.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.60, Th.7.60, Luc.Syr.D.12, Procop.Goth.1.23.20
1 hacer montarse, hacer subirse ταύτην τὴν γυναῖκα ... ἐς ἅρμα Hdt.l.c.
•esp. hacer embarcar, subir a bordo c. indicación del vehículo τοξότας τε ἐπ' αὐτὰς (τὰς ναῦς) ... ἐσεβίβαζον Th.l.c., εἰς τὰ πλοῖα τοὺς ἀσθενοῦντας X.An.5.3.1
•sin indicación del vehículo τὸν πεζὸν στρατὸν ἐσβιβάζοντες ἔπλεον Hdt.6.95, τοὺς ἐν τῇ ἡλικίᾳ ὄντας X.HG 1.6.24, τοὺς μὲν ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας Isoc.8.48.
2 hacer entrar ἄλλους ... ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60, cf. Procop.l.c., ἐς ταύτην (λάρνακα) ... παῖδας Luc.l.c., οὕσπερ ... ἐς Δάρας Procop.Pers.1.14.11.
German (Pape)
[Seite 741] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς ναῦς πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς νέας Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς ἅρμα, auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 faire entrer dans;
2 embarquer.
Étymologie: εἰς, βιβάζω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ εἰσβαίνω, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, τὸν στρατὸν εἰς τὰς νέας Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.
Greek Monolingual
εἰσβιβάζω (Α)
1. επιβιβάζω
2. ναυτολογώ
3. εισάγω.
Greek Monotonic
εἰσβῐβάζω: Αττ. μέλ. -βιβῶ·
1. μτβ. του εἰσβαίνω, επιβιβάζω σε πλοίο, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας, σε Ηρόδ.
2. γενικά, κάνω κάποιον να μπει, να εισέλθει, ἐς τόπον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσβῐβάζω: ион. и староатт. ἐσβιβάζω
1) сажать (τινὰ ἐς ἅρμα Her. и εἰς νέας Her. или εἰς πλοῖα Xen.);
2) сажать на корабли (τινάς Theocr., Isocr., Xen.).
Middle Liddell
attic fut. -βιβῶ [Causal of εἰσβαίνω
1. to put on board ship, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας Hdt.
2. generally, to make to go into, ἐς τόπον Hdt.