ἐκτελής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ές, vollendet; ἀγαθά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; [[νεανίας]], vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος [[ἀκτή]] Hes. O. 464.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ές, vollendet; ἀγαθά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; [[νεανίας]], vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος [[ἀκτή]] Hes. O. 464.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />achevé, accompli, parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτελής''': -ές, ([[τέλος]]) [[ἐντελής]], [[τέλειος]], ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, [[ὥριμος]], [[ἀκτὴ]] Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ.
|lstext='''ἐκτελής''': -ές, ([[τέλος]]) [[ἐντελής]], [[τέλειος]], ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, [[ὥριμος]], [[ἀκτὴ]] Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />achevé, accompli, parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτελής Medium diacritics: ἐκτελής Low diacritics: εκτελής Capitals: ΕΚΤΕΛΗΣ
Transliteration A: ektelḗs Transliteration B: ektelēs Transliteration C: ektelis Beta Code: e)ktelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος) brought to an end, perfect, ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι A.Pers.218; of corn, ripe, Hes.Op.466; also of persons, ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Ion780, cf. A.Ag.105 (lyr., s. v.l.). Adv. -λῶς in full, completely, BGU1116.9 (i B. C.).

Spanish (DGE)

-ές
I perfecto, completo, llegado a su desarrollo de la espiga εὔχεσθαι ... ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερόν ἀκτήν Hes.Op.466
de pers. cumplido, hecho y derecho ἄνδρες A.A.105, πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Io 780
de abstr. cumplido αἰτοῦ (a los dioses) ... τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι σοί A.Pers.218.
II adv. -ῶς completamente, por completo de un pago ὃν (φόρον) διορθώσεται ... ἐ. dud. en BGU 1116.10 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 780] ές, vollendet; ἀγαθά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; νεανίας, vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος ἀκτή Hes. O. 464.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
achevé, accompli, parfait.
Étymologie: ἐκ, τέλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτελής: -ές, (τέλος) ἐντελής, τέλειος, ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, ὥριμος, ἀκτὴ Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ.

Greek Monolingual

ἐκτελής, -ές (Α)
1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.)
2. α) (για σιτηρά) ώριμος
(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.)
β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.).

Greek Monotonic

ἐκτελής: -ές (τέλος), αυτός που έχει ολοκληρωθεί, ο τέλειος, σε Αισχύλ.· λέγεται για σιτάρι, ώριμος, μεστός, σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτελής:
1) совершенный, законченный (ἀγαθά Aesch.);
2) зрелый, взрослый (νεανίας Eur.);
3) созревший, спелый (Δημήτερος ἀκτή Hes.).

Middle Liddell

ἐκ-τελής, ές τέλος
brought to an end, perfect, Aesch.; of corn, ripe, Hes.; of persons, Eur.

English (Woodhouse)

complete, fulfilled, full-grown, full grown, fullgrown

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)