δύσποτμος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />infortuné, malheureux.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πότμος]].
|btext=ος, ον :<br />infortuné, malheureux.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πότμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσποτμος:''' [[несчастный]], [[злосчастный]], [[злополучный]] Trag., Arph., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσποτμος:''' -ον, [[άτυχος]], [[κακότυχος]], [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[μίζερος]], [[ταλαίπωρος]], σε Τραγ.· <i>δ. εὐχαί</i>, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., <i>δυσποτμώτερος</i>, σε Ευρ.· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσποτμος:''' -ον, [[άτυχος]], [[κακότυχος]], [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[μίζερος]], [[ταλαίπωρος]], σε Τραγ.· <i>δ. εὐχαί</i>, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., <i>δυσποτμώτερος</i>, σε Ευρ.· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσποτμος:''' [[несчастный]], [[злосчастный]], [[злополучный]] Trag., Arph., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσποτμος Medium diacritics: δύσποτμος Low diacritics: δύσποτμος Capitals: ΔΥΣΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: dýspotmos Transliteration B: dyspotmos Transliteration C: dyspotmos Beta Code: du/spotmos

English (LSJ)

ον, unlucky, unhappy, ill-starred, of persons and things, δύσποτμος θεός, of Prometheus, A. Pr.119; δύσποτμος βοῦς, of Io, Id.Supp.306; δύσποτμοι εὐχαί, i.e. curses, Id.Th.820; χλιδά S.OT888 (lyr.); θήρα E.Ba.1144, cf. Ar.Ach.419; τύχαι D.H. 1.17: Comp. δυσποτμώτερος E.Ph.1348: Sup. δυσποτμότατος Plu.Comp.Per.Fab. 1. Adv. δυσπότμως = unhappily, wretchedly A.Pers.272 (lyr.): Sup. δυσποτμότατα Plu.Fab.18.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. desdichado, malaventurado θεός de Prometeo, A.Pr.119, βοῦς de Ío, A.Supp.306, γένος A.Th.813, δ. γεγώς nacido con mal hado S.OT 1181, cf. Nic.Al.297, de Electra, E.Or.1078, θήρα δ. presa malaventurada de Penteo descuartizado, E.Ba.1144, γεραιός Ar.Ach.419, ἐρῶν Men.Mis.A 5T., Ἄδωνις Bio 43, cf. Anacr.66 (dud.)
subst. ταύτας ... δυσπότμους estas desdichadas S.Tr.299, cf. E.HF 451, AP 7.334.14.
2 de abstr. nefasto, fatal ἀλγεινὰ μὲν ... λέγειν ... ἄλγος δὲ σιγᾶν· πανταχῇ δὲ δύσποτμα A.Pr.198, χλιδά S.OT 888, ὁδός S.OC 1433, ἀρά S.Ph.1120, γάμοι S.Ant.869, πῶς γένοιτ' ἂν τῶνδε δυσποτμώτερα; E.Ph.1348, <τὸ> χρεὼν δέ τι δύσποτμον ἀνδράσιν ἀνευρεῖν descubrir el destino es algo nefasto para los hombres E.IA 1331, cf. Trag.Adesp.325, τύχαι D.H.1.17, Σικελίας ὁ ... δ. ἔρως la nefasta pasión por Sicilia Plu.Per.20, καιροί Plu.Comp.Per.Fab.1
neutr. sup. como adv. δυσποτμότατα πεπραχώς Plu.Fab.18.
II adv. δυσπότμως = de forma desdichada o digna de lástima νεκρῶν δ. ἐφθαρμένων A.Pers.272, δ. φορούμενοι A.Th.819.

German (Pape)

[Seite 687] dem ein schlimmes Loos gefallen, unglücklich; Aesch. Prom. 119 u. öfter; Soph. Phil. 1105; χλιδή O. R. 886; öfter Eur.; Ar Ach. 394; D. Hal. 1, 17. – Adv., δυσπότμως, Aesch. Pers. 264; δυσποτμώτατα, Plut. Fab. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné, malheureux.
Étymologie: δυσ-, πότμος.

Russian (Dvoretsky)

δύσποτμος: несчастный, злосчастный, злополучный Trag., Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δύσποτμος: -ον, ἄτυχος, κακότυχος, δυστυχής, ἄθλιος· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θεός, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. βοῦς, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· ὡσαύτως παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18.

Greek Monolingual

δύσποτμος, -ον (Α)
άτυχος, κακότυχος (α. «δύσποτμοι τύχαι» β. «ὁρᾱτε δεσμώτην με δύσποτμον θεόν», Αισχ. Προμ.).

Greek Monotonic

δύσποτμος: -ον, άτυχος, κακότυχος, δυστυχής, άθλιος, μίζερος, ταλαίπωρος, σε Τραγ.· δ. εὐχαί, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., δυσποτμώτερος, σε Ευρ.· επίρρ. -μως, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύσ-ποτμος, ον
unlucky, ill-starred, unhappy, wretched, Trag.; δ. εὐχαί i. e. curses, Aesch.; comp. δυσποτμώτερος Eur. adv. -μως, Aesch.

English (Woodhouse)

sad, unfortunate, unhappy, wicked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)