εὐθήμων: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον :<br />qui met tout en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]]. | |btext=ων, ον :<br />qui met tout en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθήμων:''' 2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный (ἡ [[σίττη]] Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. рабыни, держащие в порядке дом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τίθημι]]), αυτός που βάζει τα πράγματα σε [[τάξη]], που τακτοποιεί, με γεν., <i>δωμάτων εὔθ</i>., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὐθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τίθημι]]), αυτός που βάζει τα πράγματα σε [[τάξη]], που τακτοποιεί, με γεν., <i>δωμάτων εὔθ</i>., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-θήμων, ονος, [[τίθημι]]<br />setting in [[order]], c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch. | |mdlsjtxt=εὐ-θήμων, ονος, [[τίθημι]]<br />setting in [[order]], c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (τίθημι) A tidy in habits, of animals, Arist.HA616b23, 618b30. 2 harmonious, ἀοιδή A.R.1.569. II Act., setting in order, c. gen., δμῳαὶ… δωμάτων εὐ. A.Ch.84.
German (Pape)
[Seite 1069] ον, Alles an seinen rechten Platz setzend (τίθημι), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐθήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, ἀοιδή Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεθειμένη, εὐπόνητος.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui met tout en ordre.
Étymologie: εὖ, τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
εὐθήμων: 2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный (ἡ σίττη Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. рабыни, держащие в порядке дом.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθήμων: -ον, γεν. ονος, (τίθημι) καλῶς τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, εὔτακτος· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ σίττη... τὴν διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων καὶ εὐβίοτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, μετὰ γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84.
Greek Monolingual
εὐθήμων, -ον (Α)
1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.)
2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + α-θή-μων (< ρ. -θη-, του τίθημι) + επίθ. -μων (πρβλ. υπο-θήμων)].
Greek Monotonic
εὐθήμων: -ον, γεν. -ονος (τίθημι), αυτός που βάζει τα πράγματα σε τάξη, που τακτοποιεί, με γεν., δωμάτων εὔθ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐ-θήμων, ονος, τίθημι
setting in order, c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch.