διοπτεύω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> épier, espionner;<br /><b>2</b> discerner, distinguer;<br /><b>3</b> être inspecteur d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]]. | |btext=<b>1</b> épier, espionner;<br /><b>2</b> discerner, distinguer;<br /><b>3</b> être inspecteur d'un navire.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διοπτεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высматривать]], [[разведывать]] (ὠτακουστεῖν καὶ δ. Xen.): ἠὲ διοπτεύσων ἢ πολεμίζων Hom. для разведки или для (открытого) боя;<br /><b class="num">2)</b> [[видеть]], [[замечать]] (τι Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[наблюдать]] (за чем-л.), осуществлять надзор, быть начальником (δ. τὴν ναῦν Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διοπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παρακολουθώ]], [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], [[περιβλέπω]], [[στέγος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''διοπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παρακολουθώ]], [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], [[περιβλέπω]], [[στέγος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[watch]] [[accurately]], spy [[about]], Il.: to [[look]] [[into]], [[στέγος]] Soph. [from [[διοπτήρ]] | |mdlsjtxt=<br />to [[watch]] [[accurately]], spy [[about]], Il.: to [[look]] [[into]], [[στέγος]] Soph. [from [[διοπτήρ]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 3 October 2022
English (LSJ)
A watch accurately, spy about, ἠὲ διοπτεύσων Il.10.451; look into, στέγος S.Aj.307, cf. Antipho Soph.6, CritiasFr.53 D.; δ. τί… X.Cyr.8.2.10: c. acc., D.C. 52.37:—Pass., to be overlooked by a neighbour, Agath.5.6. II take a sight, διὰ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος Hero Bel.86.7; esp. through the διόπτρα, Id.Dioptr.4.
Spanish (DGE)
1 espiar (θοὰς νῆας) ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Il.10.451, en v. pas. ἔρις αὐτοῖς ἐνέπεσε ... τοῦ διοπτεύεσθαι χάριν Agath.5.6.8
•observar con detenimiento στέγος S.Ai.308, πάντα τὰ τῇ ἡγεμονίᾳ σου προσήκοντα D.C.52.37.2, ἄγαλμα Nonn.D.5.599
•c. or. complet. τί ἂν ἀγγείλαντες ὠφελήσειαν βασιλέα X.Cyr.8.2.10
•abs. fijar la vista ὡς εἴ τις ἀπ' ἄκρου τοῦ ... τέγους ... διοπτεύοι σκοτοδινιᾶν I.AI 15.412.
2 ver a través por la apertura frontal de un casco, Hld.9.15.1, en v. pas. πυρὸς ... (Χαρίκλειαν) διοπτεύεσθαι παρέχοντος ἐπιφαιδρυνομένην Hld.8.9.13.
3 observar con un instrumento de precisión διὰ γὰρ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος διοπτεύοντες Hero Bel.86.7, cf. Dioptr.12, Procl.Hyp.4.72, en v. pas. ὅπως ... ὁ ἀστὴρ ... διοπτεύηται Ptol.Alm.5.1.
French (Bailly abrégé)
1 épier, espionner;
2 discerner, distinguer;
3 être inspecteur d'un navire.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.
Russian (Dvoretsky)
διοπτεύω:
1) высматривать, разведывать (ὠτακουστεῖν καὶ δ. Xen.): ἠὲ διοπτεύσων ἢ πολεμίζων Hom. для разведки или для (открытого) боя;
2) видеть, замечать (τι Soph.);
3) наблюдать (за чем-л.), осуществлять надзор, быть начальником (δ. τὴν ναῦν Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
διοπτεύω: ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, ἐξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, ἐξετάζω, στέγος Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε διοπεύω. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
English (Autenrieth)
only fut. part., διοπτευσων, to spy about, Il. 10.451†.
Greek Monolingual
(Α διοπτεύω)
1. παρατηρώ με διόπτρα
2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω
νεοελλ.
ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω
αρχ.
διοπεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + -οπτεύω < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
διοπτεύω: μέλ. -σω, παρακολουθώ, παρατηρώ, εξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, στέγος, σε Σοφ.
Middle Liddell
to watch accurately, spy about, Il.: to look into, στέγος Soph. [from διοπτήρ