καταβεβλημένως: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />d'une façon commune, humblement.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[καταβάλλω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />d'une façon commune, humblement.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[καταβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβεβλημένως:''' [[пошло]], [[презренно]] ([[ζῆν]] Isocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταβεβλημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με [[καταφρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβεβλημένος]] μτχ. παθ. παρακμ. του [[καταβάλλω]])]. | |mltxt=[[καταβεβλημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με [[καταφρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβεβλημένος]] μτχ. παθ. παρακμ. του [[καταβάλλω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of καταβάλλω, contemptibly, Isoc.15.305.
German (Pape)
[Seite 1339] weggeworfen, gemein, ζῆν, Isocr.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une façon commune, humblement.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
καταβεβλημένως: пошло, презренно (ζῆν Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
καταβεβλημένως: ἴδε καταβάλλω ἐν τέλει.
Greek Monolingual
καταβεβλημένως (Α)
επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. του καταβάλλω)].