νεμεσσάω: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεμεσσάω:''' [[νεμεσσητός]], [[νέμεσσις]], Επικ. αντί <i>νεμεσ-</i> (με ένα <i>σ</i>).
|lsmtext='''νεμεσσάω:''' [[νεμεσσητός]], [[νέμεσσις]], Επικ. αντί <i>νεμεσ-</i> (με ένα <i>σ</i>).
}}
{{pape
|ptext=ep. für [[νεμεσάω]].
}}
}}

Latest revision as of 16:47, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

poét. c. νεμεσάω.

Greek (Liddell-Scott)

νεμεσσάω: νεμεσσητός, νέμεσσις, Ἐπικ. ἀντὶ νεμεσ- (δι’ ἑνὸς σ).

English (Autenrieth)

(νέμεσις), fut. νεμεσήσω, aor. νεμέσησα, mid. fut. νεμεσήσομαι, pass. aor. 3 pl. νεμέσσηθεν: be indignant or justly angry with one (at anything), τινί (τι), take it ill, Od. 6.286, Il. 23.494; also w. part., or οὕνεκα, φ 1, Od. 23.213; mid., like active, also shrink from, be ashamed, w. inf., Od. 4.158. ;;: see νεμεσάω, νεμεσητός.

Greek Monotonic

νεμεσσάω: νεμεσσητός, νέμεσσις, Επικ. αντί νεμεσ- (με ένα σ).

German (Pape)

ep. für νεμεσάω.