μαῦλις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[μαυλίς]].
|btext=ιος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[μαυλίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαῦλις:''' ιος ἡ нож Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[μαῦλις]] (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής <i>mav</i>-<i>lis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Mavś</i>, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας ([[πρβλ]]. <i>Μαύα</i>, <i>Μαύ</i>-<i>εννα</i>, [[Μαύσωλος]]) με [[επίθημα]] -<i>li</i>- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, [[οπότε]] η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα <i>Mavś</i>», απ' όπου η [[σημασία]] «[[πόρνη]]» ([[πρβλ]]. και λ. [[μαῦλις]] [II]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[μαῦλις]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> <i>μασ</i>-<i>υλιδ</i>-) συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μαίομαι]] ([[πρβλ]]. [[μαστροπός]]) ή με τη λ. [[μήτηρ]] ([[πρβλ]]. [[ματρυλεῖον]])].<br /> <b>(II)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br />[[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαῦλις]] (Ι), με την [[προϋπόθεση]] ότι η λυδική [[θεότητα]] (<b>βλ. λ.</b> [[μαῦλις]] [Ι]) προστάτευε τον στρατό με [[μέταλλο]], [[μαχαίρι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[μαῦλις]] (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής <i>mav</i>-<i>lis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Mavś</i>, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας ([[πρβλ]]. <i>Μαύα</i>, <i>Μαύ</i>-<i>εννα</i>, [[Μαύσωλος]]) με [[επίθημα]] -<i>li</i>- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, [[οπότε]] η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα <i>Mavś</i>», απ' όπου η [[σημασία]] «[[πόρνη]]» ([[πρβλ]]. και λ. [[μαῦλις]] [II]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[μαῦλις]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> <i>μασ</i>-<i>υλιδ</i>-) συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μαίομαι]] ([[πρβλ]]. [[μαστροπός]]) ή με τη λ. [[μήτηρ]] ([[πρβλ]]. [[ματρυλεῖον]])].<br /> <b>(II)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br />[[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαῦλις]] (Ι), με την [[προϋπόθεση]] ότι η λυδική [[θεότητα]] (<b>βλ. λ.</b> [[μαῦλις]] [Ι]) προστάτευε τον στρατό με [[μέταλλο]], [[μαχαίρι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαῦλις:''' ιος ἡ нож Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαῦλις Medium diacritics: μαῦλις Low diacritics: μαύλις Capitals: ΜΑΥΛΙΣ
Transliteration A: maûlis Transliteration B: maulis Transliteration C: maylis Beta Code: mau=lis

English (LSJ)

(A), ιδος, or ιος, ἡ, A bawd, procuress, Hsch.: hence, μαυλ-ίζω, = μαστροπεύω, Id. s.v. μαστροπός, Sch.Ar.Nu.976:
μαῦλις (B), ἡ, knife, acc. μαῦλιν Call.Aet.3.1.9; dat. μαύλιδι Nic. Th.706; nom. pl. μαύλιες AP15.25 (Besant.):—also μαυλία, ἡ, in acc. pl. -ίας, Sch.Th.1.6, Suid.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
c. μαυλίς.

Russian (Dvoretsky)

μαῦλις: ιος ἡ нож Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μαῦλις: -ιδος, ἢ ιος, ἡ, μαστροπός, προαγωγός, πορνοβοσκός, Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = μαστροπεύω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν μαυλιστής, οῦ, ὁ, = μαστροπός, Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον νόμισμα, λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. μάχαιρα, δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - ὡσαύτως μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.

Greek Monolingual

(I)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. μαῦλις (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής mav-lis < Mavś, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας (πρβλ. Μαύα, Μαύ-εννα, Μαύσωλος) με επίθημα -li- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, οπότε η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα Mavś», απ' όπου η σημασία «πόρνη» (πρβλ. και λ. μαῦλις [II]). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. μαῦλις (Ι) (< μασ-υλιδ-) συνδέεται με την οικογένεια του μαίομαι (πρβλ. μαστροπός) ή με τη λ. μήτηρ (πρβλ. ματρυλεῖον)].
(II)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μαῦλις (Ι), με την προϋπόθεση ότι η λυδική θεότητα (βλ. λ. μαῦλις [Ι]) προστάτευε τον στρατό με μέταλλο, μαχαίρι].

Frisk Etymological English

1
Grammatical information: ?
Meaning: μάχαιρα. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.
Derivatives: μαυλίζω = μαστροπεύω (H., sch.) with μαυλιστής m. (Cat. Cod. Astr., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., sch., EM); μαυλιστήριον παρ᾽ Ίππώνακτι, λύδιον νόμισμα (λέμισμα cod.) λεπτόν τι H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Lyd.
Etymology: Chain of hypotheses by Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: from Lyd. *mav-lis, adj. of *Mavś, Lydian name of the mother goddess Magna mater (in Asia Minor PN as Μαυα, Μαυ-εννα, Μαυ-σσ-ωλλος a. o.), also prop. belonging to Mavs, where 1. = μάχαιρα, as the Magna mater was considered as protecting goddess of metal weapons; 2. woman decoted to M., who acts as prostitute for money; 3. coin of M. (with added -τήριον). Criticism by Masson, Hipponax 178f.
2, -ιδος, -ιος
Grammatical information: f.
Meaning: knife (Call., Nic., AP, H., Suid., sch.).
Etymology: s. on μαῦλις 1.

Frisk Etymology German

μαῦλις: 1.
{maũlis}
Meaning: μάχαιρα. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.
Derivative: Davon μαυλίζω = μαστροπεύω (H., Sch.) mit μαυλιστής m. (Cat. Cod. Astr., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., Sch., EM); μαυλιστήριον· παῤ ‘Ιππώνακτι, λύδιον νόμισμα (λέμισμα cod.) λεπτόν τι H.
Etymology: Hypothesenkette von Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: von lyd. *mav-lis, Adj. von *Mavś, lydischer Name der Muttergöttin Magna mater (in kleinas. EN wie Μαυα, Μαυεννα, Μαυσσωλλος u. a.), also eig. ‘der Mavś gehörig’, woher 1. = μάχαιρα, weil die Magna mater als Schutzgöttin der Metallwaffen betrachtet wurde; 2. ‘der M. geweihte Frau’, die sich für Geld prostituiert; 3. ‘Münze der M.’ (mit hinzugefügtem -τήριον).
Page 2,186
2. -ιδος, -ιος
{maũlis}
Grammar: f.
Meaning: Messer (Kall., Nik., AP, H., Suid., Sch.).
See also: — S. zum μαῦλις 1]].
Page 2,186