κολοσυρτός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bruit, tumulte, tapage.<br />'''Étymologie:''' [[κόλον]], [[σύρω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bruit, tumulte, tapage.<br />'''Étymologie:''' [[κόλον]], [[σύρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κολοσυρτός -οῦ, ὁ [?, σύρω] rumoer, lawaai:. τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν het rumoer van de Atheners Aristoph. Ve. 666.
}}
{{elru
|elrutext='''κολοσυρτός:''' ὁ [[κολῳός]] шумная толпа ([[ἀνδρῶν]] ἠδὲ κυνῶν Hom.; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολοσυρτός:''' ὁ, ποιητ. [[λέξη]], [[οχλοβοή]], [[ταραχή]], [[θόρυβος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κολοσυρτός:''' ὁ, ποιητ. [[λέξη]], [[οχλοβοή]], [[ταραχή]], [[θόρυβος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κολοσυρτός -οῦ, ὁ [?, σύρω] rumoer, lawaai:. τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν het rumoer van de Atheners Aristoph. Ve. 666.
}}
{{elru
|elrutext='''κολοσυρτός:''' ὁ [[κολῳός]] шумная толпа ([[ἀνδρῶν]] ἠδὲ κυνῶν Hom.; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Arph.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 23:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσυρτός Medium diacritics: κολοσυρτός Low diacritics: κολοσυρτός Capitals: ΚΟΛΟΣΥΡΤΟΣ
Transliteration A: kolosyrtós Transliteration B: kolosyrtos Transliteration C: kolosyrtos Beta Code: kolosurto/s

English (LSJ)

ὁ, poet. word, noisy rabble, ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Il.12.147, cf. 13.472; τὸν Ἀθηναίων Ar.V.666; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Id.Pl.536: abs., tumult, uproar, Hes.Th.880:—hence κολοσυρτέω, = θορυβῶ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1475] ὁ, Geräusch, Lärmen, Getümmel; ἐν ὄρεσσιν ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα Il. 12, 147, vgl. 13, 472; Hes. Th. 880; danach komisch παιδαρίων ὑποπεινώντων καὶ γραϊδίων κολοσυρτός Ar. Plut. 536, der schreiende Schwarm. – Vielleicht mit κολῳός verwandt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bruit, tumulte, tapage.
Étymologie: κόλον, σύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολοσυρτός -οῦ, ὁ [?, σύρω] rumoer, lawaai:. τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν het rumoer van de Atheners Aristoph. Ve. 666.

Russian (Dvoretsky)

κολοσυρτός:κολῳός шумная толпа (ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Hom.; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κολοσυρτός: ὁ, ποιητ. λέξις, βοή, ταραχή, θόρυβος, ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Ἰλ. Μ. 147, πρβλ. Ν. 472· τῶν Ἀθηναίων Ἀριστοφ. Σφ. 666· παιδαρίων καὶ γραϊδίων ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 536· ― ἀπολ., συρφετός, κόνιός τε καὶ ἀργαλέου κολοσυρτοῦ Ἡσιόδ. Θ. 880.

English (Autenrieth)

noisy rout, of the hunt, Il. 12.147 and Il. 13.472.

Greek Monolingual

κολοσυρτός, ὁ (Α)
1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.)
2. ταραχή, συρφετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολο-συρ-τός. Σύνθετη λ. του τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β' συνθετικό < σύρω + επίθημα -τος. Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία απόψη συνδέεται με τις λ. κολοφών, κολωνός, ενώ κατ' άλλους με τη λ. κέλομαι.

Greek Monotonic

κολοσυρτός: ὁ, ποιητ. λέξη, οχλοβοή, ταραχή, θόρυβος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: noisy rabble, tumult, uproar (Il., Hes., Ar.).
Derivatives: κολοσυρτεῖ θορυβεῖ, ταράσσει H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The similarly built κονιορτός, ἁμαξιτός, βουλυτός a. o. (s. vv. and Chantraine Formation 303f.) make an anaalysis κολο-συρ-τός most prob. So it is a compound of σύρειν (Suid. s. v.) and an unexplained first member (by L. Meyer and Prellwitz connected with κολῳός screeching, or κολοφών, κολωνός, by Wood ClassPhil. 16, 66f. with κέλομαι etc.).

Middle Liddell

κολοσυρτός, οῦ,
poet. word, a noisy rabble, Il., Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

κολοσυρτός: {kolosurtós}
Grammar: m.
Meaning: lärmende Schar, Lärm, Aufstand (Il., Hes., Ar.)
Derivative: mit κολοσυρτεῖ· θορυβεῖ, ταράσσει H.
Etymology: Die gleich gebildeten κονιορτός, ἁμαξιτός, βουλυτός u. a. (s. dd. und Chantraine Formation 303f.) machen eine Zerlegung in κολοσυρτός so gut wie sicher. Das Wort ist somit eine Zusammenbildung (Zusammenschweißung) mittels des το-Suffixes von σύρειν (Suid. s. v.) und einem unerklärten Vorderglied (von L. Meyer und Prellwitz mit κολῳός Gekreisch, bzw. κολοφών, κολωνός verbunden, von Wood ClassPhil. 16, 66f. zu κέλομαι usw. gezogen).
Page 1,904