μελογράφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui compose des chants, poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui compose des chants, poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[γράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελογράφος:''' ὁ [[сочинитель песен]], [[лирический поэт]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελογράφος:''' -ον ([[μέλος]] II), [[συνθέτης]] τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''μελογράφος:''' -ον ([[μέλος]] II), [[συνθέτης]] τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελογράφος:''' ὁ [[сочинитель песен]], [[лирический поэт]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελο-[[γράφος]], ον [[μέλος]] II]<br />[[writing]] songs, Anth.
|mdlsjtxt=μελο-[[γράφος]], ον [[μέλος]] II]<br />[[writing]] songs, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελογράφος Medium diacritics: μελογράφος Low diacritics: μελογράφος Capitals: ΜΕΛΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: melográphos Transliteration B: melographos Transliteration C: melografos Beta Code: melogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, writer of songs, AP11.133 (Lucill.), Vett.Val.75.7.

German (Pape)

[Seite 127] Lieder schreibend, dichtend, Lucill. 77 (XI, 133).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

μελογράφος:сочинитель песен, лирический поэт Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελογράφος: -ον, (μέλος Β) ὁ γράφων μελῳδίας, ᾄσματα, ᾠδάς, Ἀνθ. Π. 11. 133.

Greek Monolingual

ο, η (Α μελογράφος)
αυτός που συνθέτει μελωδίες, μελοποιός, μουσουργός
αρχ.
ψαλμωδός.

Greek Monotonic

μελογράφος: -ον (μέλος II), συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελο-γράφος, ον μέλος II]
writing songs, Anth.