Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολιός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sorte d'oiseau.<br />'''Étymologie:''' iotacisme p. [[κολοιός]] ?
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sorte d'oiseau.<br />'''Étymologie:''' iotacisme p. [[κολοιός]] ?
}}
{{elru
|elrutext='''κολιός:''' ὁ [[зеленый дятел]] (разновидность) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[κολιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δρυοκολάπτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κελεός]] «[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]]»].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[σκόμβρος]] ο [[κολίας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[πράμα]] στον καιρό του κι ο [[κολιός]] τον Αύγουστο» — [[καθετί]] [[πρέπει]] να γίνεται στην κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «[[κολιός]] και [[κολιός]] κι από ένα [[βαρέλι]]» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας<br />ii) για [[συνταύτιση]] πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κολοιός]], με [[συνίζηση]], [[οπότε]] η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -<i>οι</i>-, ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[κολίας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[κολιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δρυοκολάπτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κελεός]] «[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]]»].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[σκόμβρος]] ο [[κολίας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[πράμα]] στον καιρό του κι ο [[κολιός]] τον Αύγουστο» — [[καθετί]] [[πρέπει]] να γίνεται στην κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «[[κολιός]] και [[κολιός]] κι από ένα [[βαρέλι]]» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας<br />ii) για [[συνταύτιση]] πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κολοιός]], με [[συνίζηση]], [[οπότε]] η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -<i>οι</i>-, ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[κολίας]].
}}
{{elru
|elrutext='''κολιός:''' ὁ [[зеленый дятел]] (разновидность) Arst.
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολιός Medium diacritics: κολιός Low diacritics: κολιός Capitals: ΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: koliós Transliteration B: kolios Transliteration C: kolios Beta Code: kolio/s

English (LSJ)

ὁ, green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte d'oiseau.
Étymologie: iotacisme p. κολοιός ?

Russian (Dvoretsky)

κολιός:зеленый дятел (разновидность) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κολιός: ὁ, εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: κολεός, κελεός· Bekk. κελεός).

Greek Monolingual

(I)
ο (Α κολιός)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae
αρχ.
είδος δρυοκολάπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»].
(II)
ο
1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας
2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή
β) «κολιός και κολιός κι από ένα βαρέλι» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας
ii) για συνταύτιση πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κολοιός, με συνίζηση, οπότε η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -οι-, ή κατ' άλλους < κολίας.