Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυδάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés.</i><br />injurier, insulter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]] -- DELG <i>v.sl.</i> kuditi « blâmer ».
|btext=<i>seul. prés.</i><br />injurier, insulter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]] -- DELG <i>v.sl.</i> kuditi « blâmer ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠδάζω''': (κύδος, ὁ, ὃ ἴδε) [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], λοιδορῶ, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεὸν Ἐπίχ. 3 Ahr.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., μετὰ δοτ., τήνῳ κυδάζομαί τε κἄπ’ ὦν ἠχθόμαν ὁ αὐτ. ἐν 19. 6· οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 91· ὦ πέπον, ἦ [[μάλα]] δή με κακῶς ἐκυδάσσαο Ἀπολλ. Ρόδ. Αϳ. 1337· ― παθ., Σοφ. Αἴ. 722.
|elnltext=κυδάζω beledigen.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠδάζω:''' [[бранить]], [[поносить]] (κυδάζεσθαι τοῖς πᾶσιν Ἀργείοις Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κῠδάζω:''' ([[κύδος]], ὁ), [[βρίζω]], βλασφημώ, [[διασύρω]] — Παθ., γίνονται [[αντικείμενο]] ονειδισμού, σε Σοφ.
|lsmtext='''κῠδάζω:''' ([[κύδος]], ὁ), [[βρίζω]], βλασφημώ, [[διασύρω]] — Παθ., γίνονται [[αντικείμενο]] ονειδισμού, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠδάζω:''' [[бранить]], [[поносить]] (κυδάζεσθαι τοῖς πᾶσιν Ἀργείοις Soph.).
|lstext='''κῠδάζω''': (κύδος, ὁ, ὃ ἴδε) [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], λοιδορῶ, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεὸν Ἐπίχ. 3 Ahr.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., μετὰ δοτ., τήνῳ κυδάζομαί τε κἄπ’ ὦν ἠχθόμαν ὁ αὐτ. ἐν 19. 6· οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 91· ὦ πέπον, [[μάλα]] δή με κακῶς ἐκυδάσσαο Ἀπολλ. Ρόδ. Αϳ. 1337· ― παθ., Σοφ. Αἴ. 722.
}}
{{elnl
|elnltext=κυδάζω beledigen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠδάζω, [[κύδος]], ὁ]<br />to [[revile]]:—Pass. to be reviled, Soph.
|mdlsjtxt=κῠδάζω, [[κύδος]], ὁ]<br />to [[revile]]:—Pass. to be reviled, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠδάζω Medium diacritics: κυδάζω Low diacritics: κυδάζω Capitals: ΚΥΔΑΖΩ
Transliteration A: kydázō Transliteration B: kydazō Transliteration C: kydazo Beta Code: kuda/zw

English (LSJ)

(κύδος) revile, abuse, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν Epich.6:—in Med., c.dat., τήνῳ κυδάζομαί τε κἀπ' ὦν ἠχθόμαν Id.35.6; οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; A.Fr.94: c. acc., ὦ πέπον ἦ μάλα δή με κακῷ ἐκυδάσσαο μύθῳ A.R.1.1337:—Pass., κυδάζομαι = to be reviled, S.Aj.722.

German (Pape)

[Seite 1524] (vgl. κῦδος u. κυδαίνω), nur im schlimmen Sinne, schmähen, beschimpfen; Epicharm. b. Schol. Soph. Ai. 709, μὴ κύδαζέ μου τὸν πρεσβύτερον ἀδελφόν; pass., κυδάζεται τοῖς πᾶσιν Ἀργείοις ὁμοῦ Soph. a. a. O., wo der Schol. aus Aesch. frg. 81 οὔτοι γυναιξὶ κυδάζεσθαι, »von den Weibern verhöhnt werden« citirt. – Auch med., = act., τήνῳ κυδάζομαι Epicharm. bei Ath. VI, 236 a, u. Ap. Rh. ἦ μάλα δή με κακῷ ἐκυδάσσαο μύθῳ, 1, 1337, du schmähtest mich, wo der Schol. diese Bdtg von κῦδος als syrakusisch bezeichnet, überdies aber kurz gebraucht ist.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
injurier, insulter, acc..
Étymologie: κῦδος -- DELG v.sl. kuditi « blâmer ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδάζω beledigen.

Russian (Dvoretsky)

κῠδάζω: бранить, поносить (κυδάζεσθαι τοῖς πᾶσιν Ἀργείοις Soph.).

Greek Monolingual

κυδάζω (Α)
βρίζω («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη βαθμίδα kud- της ΙΕ ρίζας keuәd- «κραυγάζω, βρίζω, επιπλήττω», οπότε θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «βρίζω, επιπλήττω», πρβλ. αρχ. σλαβ. kuditi «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. gehiuze «κραυγή, σαρκασμός», πιθ. αρχ. ινδ. kutsάyati «κατηγορώ, κοροϊδεύω» και μέσ. αγγλ. schūten «κραυγάζω»].

Greek Monotonic

κῠδάζω: (κύδος, ὁ), βρίζω, βλασφημώ, διασύρω — Παθ., γίνονται αντικείμενο ονειδισμού, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠδάζω: (κύδος, ὁ, ὃ ἴδε) ὀνειδίζω, ὑβρίζω, λοιδορῶ, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεὸν Ἐπίχ. 3 Ahr.· οὕτως ἐν τῷ μέσ., μετὰ δοτ., τήνῳ κυδάζομαί τε κἄπ’ ὦν ἠχθόμαν ὁ αὐτ. ἐν 19. 6· οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 91· ὦ πέπον, ἦ μάλα δή με κακῶς ἐκυδάσσαο Ἀπολλ. Ρόδ. Αϳ. 1337· ― παθ., Σοφ. Αἴ. 722.

Middle Liddell

κῠδάζω, κύδος, ὁ]
to revile:—Pass. to be reviled, Soph.